Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025
Έβρεξε τα δάχτυλά της με λίγο νερό και του το πέταξε στο πρόσωπο, δίχως εκείνος να πάψει να χαμογελάει με τα γλυκά του μάτια γεμάτα από επιθυμία, αφήνοντας να φανούν ανάμεσα από τα κόκκινα χείλη τα άσπρα δόντια του λες και ήθελε να τη δαγκώσει. «Τι αξία έχουν εκατό λιρέτες; Εγώ ξόδεψα χίλιες μέσα σε μια νύχτα και όμως δεν διασκέδασα….»
Ήταν εκείνος που πρότεινε να επισκεφτούν το κτηματάκι, παρασυρμένος σχεδόν από τις περιγραφές του συντρόφου του. Και το επισκέφτηκαν αφήνοντας χαμηλά το άλογο για να βοσκήσει κανένα κλαδί από την αιμασιά του φράχτη.
Πώς θα πλήρωναν; Του φαινόταν ότι δεν μπορούσε πια να κινηθεί, ότι τα πόδια του ήταν πρησμένα, βαριά από το αίμα που κατέβαινε προς τα κάτω αφήνοντας άδεια την καρδιά και το κεφάλι του και τα χέρια του άπραγα. Πώς θα πλήρωναν;
Μόλις είδε την Νοέμι έβγαλε το σκούφο του που άφησε τα χνάρια του πάνω στα πυκνά του μαλλιά που χρύσιζαν και της χαμογέλασε αφήνοντας να φανούν τα όμορφα δόντια του ανάμεσα στα σαρκώδη χείλη.
— Φίλη, σου αφήνω το Χουσδάν. — Φίλε, πάρε και συ αυτό το δαχτυλίδι. Και οι δυο φιλήθηκαν στα χείλη. Στο αναμεταξύ, αφήνοντας τους αγαπημένους στο ερημητήριο, ο Ογκρίν είχε βαδίσει με το ραβδί του μέχρι το Μοντ.
Έτσι το κάνουμε πάντα κι' έτσι έκαναν από τα παλαιικά χρόνια οι άνθρωποι της Κορνουάλης. Μολαταύτα αν ξέρης καμμιά πειο καλή μέθοδο, δείχ'τη μας. Πάρε αυτό το μαχαίρι, ωραίο αδέρφι. Θα την μάθουμε ευχαρίστως». Ο Τριστάνος γονάτισε και προτού κόψη το ελάφι, του έβγαλε το τομάρι. Έπειτα τεμάχισε το ζω, αφήνοντας τα κέρατα απείραγα.
Καθάρισε το σπαθί του, το ξανάβαλε στη θήκη, έσυρε απάνω από το πτώμα έναν κορμό δέντρου, κι' αφήνοντας το βουτηγμένο στο αίμα, έφυγε, με το σκουφάκι στο κεφάλι, για τη φίλη του. Στο παλάτι του Τινταγκέλ ο Γκοντοΐν τον είχε προλάβει.
Και σ’ εκείνον, τον κακόμοιρο υπηρέτη, δε μένει παρά να αποσυρθεί για το υπόλοιπο της ζωής του στο κτηματάκι, ν’ απλώσει την ψάθα του και ν’ αναπαυθεί με τη βοήθεια του Θεού, ενώ μες στη σιγαλιά της νύχτας οι καλαμιές ψιθυρίζουν την προσευχή της γης που αποκοιμιέται. Κεφάλαιο δεύτερο Την αυγή έφυγε αφήνοντας πίσω του το αγόρι να φυλάει το κτήμα.
Έκοψε τα σκοινιά των χεριών της, και αφήνοντας την πεδιάδα, μπήκαν στο δάσος του Μορουά. Εκεί, στα μεγάλα δάση, ο Τριστάνος αισθάνεται ασφάλεια σα να βρίσκεται πίσω από τείχη φρουρίου. Με τη δύσι του ηλίου, σταμάτησαν στους πρόποδες κάποιου βουνού. Ο φόβος είχε κουράσει τη Βασίλισσα. Ανάπαυσε το κεφάλι της στο σώμα του Τριστάνου και απεκοιμήθη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν