Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Ιουνίου 2025
— Καλά που μου το θύμισες, έλεγε. — Κ' ήτανε μεγάλο πράμμα, να το θυμηθής; — Όχι· μα κάνει ζέστη· τόση ζέστη. Και θα ήτο μόνον Μάρτιος· πλην ο Αγκούτσας δεν ημπορούσε να υποφέρη την ζέστην. Έλεγεν ότι, του κάκου, αδύνατον ήτο να κάμη τις δουλειά το καλοκαίρι. Και όλος ο καιρός, εκτός ολίγων εβδομάδων, μοιρασμένων σποραδικώς εις τρεις ή τεσσάρας μήνας, ήτον καλοκαίρι.
— Γέρο Διαμάντη, δε μιλείς, δε μας καλημερίζεις; Όλος ο κόσμος χαίρεται για την ανάστασή μας Και στολισμένος μας θωρεί. Σε λίγο το σπαθί σου, Που εσκούριασε ’ς τη θήκη του θα πιη να ξεδιψάση, Και συ το ξυπνητήρι μας, συ του βουνού τ' ορνίθι Εκλείδωσες τα χείλη σου;.. Τί σ' έπιασε, Διαμάντη; — Σαράντα χρόνια πολεμώ.
Μίαν ημέραν τον καιρόν που ευρισκόμουν εις τες συνηθισμένες μου φαντασίες, έρχεται ο βεζύρης μου να μου ειπή, ότι είναι ολίγες ημέρες, που έξω από τες πόρτες του Αστραχάν φαίνονται μεγαλοπρεπέστατοι λουτροί με νερά καθαρά, που κάνουν χαράν και θαυμασμόν και αυτοί οι λουτροί είνε στερεωμένοι επάνω εις στύλους από εκλεκτόν μάρμαρον και όλος ο λαός τρέχει ακαταπαύστως διά να τους ιδή και δεν τους θαυμάζει τόσον διά την μεγαλοπρέπειάν τους, όσον τους θαυμάζει που δεν είδαν να τους φτειάσουν επειδή μίαν ταχυνήν ευρέθησαν κτισμένοι.
— Πάγος και Πυρ συγχρόνως. Δεν κάμνει κανείς διάκρισιν μεταξύ αυτών κατά την βραχείαν επαφήν. — «Δικός μου! 'δικός μου!» ήχει γύρω του και μέσα του! «Σε εφίλησα, όταν ήσο μικρός, σε εφίλησα εις το στόμα! Τώρα σε φιλώ εις τα δάκτυλα των ποδών σου και της πτέρνες σου! Είσαι όλος 'δικός μου». Και εξηφανίσθη εις τα διαυγή κυανά νερά.
Ο βεζύρης που ήτον κακής διαθέσεως του είπε· μην ενοχλείσαι, βασιλέα μου, δι' αυτό, ότι εγώ θέλω κάμει την κάθε προσπάθεια διά να μείνης εις τον θρόνον σου, διά την οποίαν κάνει χρεία ευθύς να θυσιάσω τον Αμπτούλ, και ύστερον θέλω κάμει να πιστεύση όλος ο λαός, ότι απέθανε, χωρίς όμως να του σηκώσω την ζωήν.
Τα πρώτα πράγματα, που είδαν, ήτανε η γριά κ' η Κυνεγόνδη, που απλώνανε πετσέτες στα σκοινιά να στεγνώσουνε. Ο βαρώνος κιτρίνισε, σαν τις είδε. Ο τρυφερός ερωτευμένος Αγαθούλης, σαν είδε την ωραία του Κυνεγόνδη μαυρισμένη, με τα μάτια βαθουλωμένα, το στήθος πεσμένο, τα μάγουλα ζαρωμένα, τα χέρια κόκκινα και ροζωμένα, πισωδρόμησε τρία βήματα, όλος φρίκη, και προχώρησε κατόπι με καλωσύνη.
Ήρθε δεσπότης στα Γιάννινα ο Παρθενιάς ή Κόκκινος και τον εδεχτήκαμαν όλος ο κόσμος με μεγάλη παράταξη από την Αγία Κατερίνα ως τη Μητρόπολη. 1855, Τρυητή 15 , μέρα Πέφτη.
Κατά το αυτό δε θέρος οι εν τη πόλει μείναντες Μεγαρείς, πιεζόμενοι τούτο μεν υπό των Αθηναίων, των οποίων όλος ο στρατός εισήρχετο τακτικώς δις του έτους εις την χώραν των, τούτο δε υπό των ιδίων των εξορίστων, οίτινες διωχθέντες εκ των Πηγών υπό του πλήθους συνεπεία στάσεως απέβαινον επίφοβοι λεηλατούντες την χώραν, ήρχισαν να συσκέπτωνται αν έπρεπε να παραδεχθούν τους φυγάδας, διά να μη πάσχη η πόλις από δύο μέρη.
Μόνε τέτιον προκομμένον Οχ τη φύσι προικισμένον, Να τον λέγουν μερικοί, Πως είναι άδιος, κούφιος όλος, Και ψευτιάς μονάτης δόλος... Πώς οι αθρώποι είναι κακοί! Λεν αυτοί, ένας να προφτάση Στους πενήντα, να μη σκάση, Απ' εκείνους που τηράει, Είναι απόρεμα μεγάλο. Μον αυτό, εγώ αν δεν σφάλλω, Μες το νου μου δε χωράει.
Οι λυγερές οι φωνές και τα γέλοια της γειτονιάς αντιλαλούσανε στον αέρα σαν πανηγύρι, οι ναύτες τραγουδούσανε στο λιμάνι, όλος ο κόσμος χαιρότανε. Είπα της μακαρίτισσας, ας πάρουμε την Αννούλα κι ας πάμε όξω και μεις. Να δούμε τη θάλασσα· να ρίξουμε δυο πέτρες μες στο γιαλό. Να κοιτάξουμε τα βουνά, να πάρουμε καθάρια αναπνοή. Έβαλε λοιπόν το σάλι της και βγήκαμε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν