Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025


Ήρθα εδώ γιατί δεν ήξερα πού να πάω…. Εκεί υπάρχει πολύς κόσμος… Εκεί πρέπει να είναι κανείς κακός για να κάνει την τύχη του. Δεν μπορείς να καταλάβεις! Υπάρχουν πολλοί πλούσιοι….. Υπάρχει όμως και πολύς κόσμος…..» Κουνούσε τα δάχτυλα και είχε το χέρι απλωμένο, σαν να έδειχνε το πλήθος και ο Έφις κοίταζε το πόδι του και ψιθύριζε με τρυφερότητα και λύπηση: «Ψυχή μου

Η ανάγκη μ' έσπρωχνε κ' έγραφα, γέμιζα το ένα μετά το άλλο τα λευκά φύλλα και τα έβαζα στο σωρό του χειρογράφου, που μεγάλωνε μπροστά μου απάνω στο τραπέζι. Είτανε σα να μου ψιθύριζε στο αυτί κάποια αόρατη φωνή την προσταγή της και σα να χρωστούσα να υπακούσω στη φωνή αυτή, να την υπακούσω τυφλά. Με είχε πιάσει μια καταπληχτική βία, σα να είτανε ζήτημα ζωής και θανάτου.

Είτανε μια αγάπη που περνούσε κάθε όριο και δεν ψυχραινότανε ποτέ, γιατί η μαμά είτανε τόσο ευτυχισμένη μ' αυτή, ώστε να μην της γίνεται ποτέ βάρος ο μικρός. Ο Σβεν κ' η μαμά είχαν τα μικρά τους μυστικά κι όταν της ψιθύριζε κάτι στο αυτί, δεν είχε το δικαίωμα να το ακούση ούτε ο μπαμπάς.

Έπειτα καθότανε με τα μικρόν στην αγκαλιά κι ονειρευότανε τον καιρό που είταν ακόμα πολύ μικρός και τονέ βύζαινε. Κι όταν τέλος τον έβαζε στο κρεββάτι, δεν ήθελε ποτέ να κάμη την προσευχή του. Εύρισκε χίλια μέσα να μην αφίνη τη μαμά να φύγη. Όταν όμως τέλειωνε την προσευκή, αγκάλιαζε τη μαμά και της ψιθύριζε: — Είναι τόσο ωραία, σα με βάζης εσύ στο κρεββάτι. Γιατί εσύ δε με πιάνεις ποτέ τραχιά.

Κατεφίλει κ' έθλιβε το χώμα του τάφου, το έβρεχε με τα δάκρυά του κ' ψιθύριζε κάτι ωσεί το παρεκάλει να δώση και εις αυτόν την ανάπαυσιν την οποίαν έδιδεν εις τον νεκρόν. Μετ' ολίγον τον κατεκυρίευσεν η δίψα και ηγέρθη διά να ζητήση νερό. Ήτο τόσον εξησθενημένος ώστε δεν ηδύνατο να σταθή εις τους πόδας του.

Δεν μπορώ να φανταστώ το παιδί χωρίς τα σγουρά μαλλιά του, έλεγε. Τον έπαιρνε στην αγκαλιά της, του ψιθύριζε, του μιλούσε, τον ικέτευε. Μα ο Σβεν δεν μπορούσε να πειστή. Παρακαλούσε τόσο κ' είτανε τόσο συγκινητικός, που τέλος κατώρθωσε να του γίνη το θέλημα. Ήρθε μέσα στην κάμαρά μου με το κόκκινο καπελάκι του, με το άσπρο φόρεμα κυματιστό γύρω στις μικρές γαμπίτσες.

Ρε, πού βαδίζουν τα σκυλιά; ηρώτησε τις των βλάχων αορίστως. — 'σα κάτ' πλαϊνά· δεν αηκούς; — Ντετον άνεμο τι χάλασαν τον κόσμο; ψιθύριζε νεαρός βλάχος θορυβηθείς. Και ανατείνας την κεφαλήν εφώναξε στεντορείως: — Ορέ του λόγου σου! ποιος είσαι συ, ρε!. . . Αλλά ουδείς απήντησεν.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν