Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025
Ο ύπνος έδεσε στην αγκαλιά του σπίτια, δέντρα και ανθρώπους. Σε λίγο τολοστρόγγυλο φεγγάρι, ήσυχο και βουβό, σα να μην ήθελε να ταράξη τον όμορφον ύπνο, πρόβαλε απ' την ψηλή κορφή και ψήλωσε πάνω απ' τα λευκά σπιτάκια. Το φως του χύθηκε σιγαλό σ' όλα τα γνώριμα μέρη.
Σήκωσε τ' άσαρκα χέρια της, πήρε της νύφης τ' όμορφο κεφάλι, ψήλωσε στα νύχια και κόλλησε τα χείλη στ' αφτί της. Έκαμε να μιλήση· κόμπιασε. Έκαμε πάλι· ξανακόμπιασε. Μα τέλος κάτι κατάφερε να ειπή. Κάτι πικρό και θλιβερό σαν στερνοθέλημα, σαν στερνοφίλημα. Η κόρη πισωπάτησε τρομασμένη, κίτρινη. — Όχι, μάννα μ'! . , . όχι, μάννα μ'! ... αργοψιθύρισε.
Και γιατί;» «Έφις, άκουσα!», επανέλαβε με μονότονη φωνή, αλλά ξαφνικά η φιγούρα της τινάχτηκε, η σκιά ψήλωσε λες, έγινε τεράστια. Ο Έφις την αισθάνθηκε επάνω του σαν τίγρη. «Έφις, κατάλαβες; Εκείνος δεν πρέπει να ξαναπατήσει το πόδι του εδώ, ούτε στο χωριό! Εσύ, εσύ φταις για όλα. Εσύ τον άφησες να έρθει, εσύ είπες ότι θα μας προστάτευες από εκείνον… Εσύ….»
Η γάτα πήδησε χαρούμενη στο πάτωμα, ψήλωσε το κορμί της σαν να λούζονταν στο φωτεινό κύμα που κύλισε απόξω κι άρχισε να παίζη μ' ένα φύλλο χαρτιού που βρέθηκε στα νύχια της. — Κ' οι λέξες ζωντανεύουν και ξανανιώνουν τώρα· είπε σκεφτικός ο Αλαμάνος. — Θαύμα· εψυθίρισε κι' ο Αριστόδημος ανασηκώνοντας το κεφάλι του. — Αυτό το θαύμα είνε καθημερινό· είπε ο Δημητράκης.
Όταν χαθήκανε οι γυναίκες κατεβαίνοντας με τον υπαξιωματικό το κάτω υπόφραγμα, ο Ρένας αισθάνθηκεν ένα πολύ δυνατό κλονισμό. Πηδήσανε το πρώτο σκαλοπάτι, ανάλαφρες σαν πουλιά, και σηκώθηκε λίγο η φούστα τους. Της μιας ο αστράγαλος ψήλωσε σ' ένα κομμάτι κνήμης αισθαντικής και ευτυχισμένης.
Ήταν έτοιμος να ρίξη τ' άρματα, έτοιμος να μολογήση την κακογνωμιά του και να ζητήση συμπάθειο· έτοιμος ν' απλώση χέρι στο έλεός μου. Μα τη γλύτωσε. Ήρθε στα χείλη του γκρεμού κι αντί να πέση μέσα ψήλωσε στα μεσούρανα. Πλούτη, δόξα, τιμές σωριάστηκαν απάνου σ' αυτόν τον κάβουρα!
— Που να μην έσωνε να το πάρουν! είπε πεισμωμένη η γριά. Ψήλωσε, βλέπεις, η μύτη τους. — Έλα ντε! και να ξέρη κανείς πως δεν είναι κορακοζώητος. — Μη ζαλίζεσαι, πατέρα, μη ζαλίζεσαι· ακούστηκε από μέσα δροσερή φωνή. Οι γέροι αναγάλλιασαν και σήκωσαν τα μάτια τους στην πόρτα, όπως το λιοτρόπι στο ήλιο. Η Ελπίδα κρατώντας ένα κέντημα στο χέρι, έστεκε στο κατώφλι και τους κύτταζε με χαμόγελο.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν