Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025
Κι ο Συμεών, αγριεμμένος, ταραγμένος, απόμεινε μ' ανοιχτό στόμα, κάμνοντας το σταυρό του. — Μας έκλεψαν και δε μας έκλεψαν, πες... Ας είνε. Ας τ' ακούση και του λόγου του από δω, δεν πειράζει. Εκείνοι οι δυο χωριάτες απάνω απ' το Καψί, που πλάγιασαν εδώ χτες νύχτα, έκατσαν ίσα με το γιόμα. Ο ένας έκανε τον ανήμπορο.
Και περιφερόμενος με νευρικότητα, παρατηρεί βλοσυρώς τους βρακοφόρους και φαίνεται ότι τον πνίγει η απορία: «Το τέλος του κόσμου έφθασε; Τι θέλουν αυτοί οι χωριάτες εδώ; Και πώς τους ανέχονται οι ευγενείς μου φίλοι και αυθένται;»
Άμα τα χωριά προκόψουν, ούτε στην Αμερική θα πηγαίνουν οι χωριανοί για να πλουταίνουν, ούτε στις πολιτείες για να σπουδάσουν, ούτε στην Αθήνα για να βρίσκουν θέσες. Αυτό που κάνει η Βαμπακού στην Ελλάδα, επειδή έτυχε να έχει γνωστικούς χωριάτες που καταλαβαίνουν το συμφέρο τους, αυτό το ίδιο το κάνουν όλες στην Τουρκιά οι ελληνικές κοινότητες, από τα παλιά χρόνια.
Ο περιορισμός δεν τ' άρεσε και φυσικά δεν τ' άρεσε κ' η μελέτη. Ο νους του ήταν μερόνυχτα πεσμένος στα τρεχάματα, στα παιγνίδια και στα ξεφαντώματα. Πανηγύρι ατέλειωτο η ζωή του. Για τούτο κ' οι χωριάτες έλεγαν ξάστερα πως δεν ήταν προκοπή από δαύτον. Η κυρά Πανώρια η μάννα του έπεφτε σε απελπισία.
Για να το δήτε όμως πιο ξάστερα, σας τα βάζω κάτω ένα ένα τα έργα που μπορούν και πρέπει να γίνουν με τα χρήματά μας και με την ενέργειά μας. Χρειάζεται ν' αγοράζουμε τσιφλίκια στα υπόδουλα μέρη και να βάζουμε δικούς μας χωριάτες να τα δουλεύουν, να βγάζουν το ψωμί τους και να κερδίζουν κιόλας.
Σαββάτο βράδι είταν την ώρα που κουρνιάζουν οι κότες, π' ανάβουν τους φούρνους τους οι χωριάτισσες για το ψωμί τους, που παίζουν τις αμάδες και πηδούν τις τρεις τα χωριατόπουλα, πόρχουνται καταποσταμένοι απ' τα χωράφια τους με τ' αλέτρια τους και τα ζώα τους οι χωριάτες.
Και τα χείλια του κολλημένα στα χείλια της λευκής παρθένας, με τη δίψα μιας αλάκερης ζωής, ρουφούσαν, ενωμένα σ' ένα νεκταρικό πιοτό, τη ζωή και το θάνατο. Το πρωί οι χωριάτες, που πήγαιναν στα χωράφια, βρήκανε το γέρο — φιλόσοφο ξαπλωμένο στην όχθη της λίμνης. Το πρόσωπό του ήτανε γελαστό και ήμερο. Το νερό έβρεχε τα πόδια του.
Και βόσκω τράγους που θα τους κάμω μεγαλείτερους από τα βώδια τουτουνού· και δε βρωμάω καθόλου εξαιτίας τους, αφού δε βρωμάει κι' ο Πάνας, που στο περισσότερο μέρος του κορμιού του είναι τράγος. Και μου είναι αρκετό το τυρί και το ψημένο ψωμί και τ' άσπρο κρασί, όσα έχουνε πλούσιοι χωριάτες.
Κι ο Δρύαντας πότε χαιρόντανε με τα λεγούμενα, επειδή καθένας έταζε δώρα μεγαλύτερα από όσα άξιζε μια βοσκοπούλα, και πότε, κάνοντας τη σκέψη, ότι η κορασιά είναι καλύτερη από τους χωριάτες γαμπρούς, κι αν καμιά φορά βρη τους αληθινούς γονιούς της θα τους κάμη τρισευτυχισμένους, άφινε γι' άλλο καιρό την απάντηση και την ετραβούσε σε μάκρος· και στο αναμεταξύ εκέρδιζε όχι λίγα χαρίσματα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν