United States or Bahrain ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γεράματα δεν έχετε και χάρο δεν φοβάστε· Σα μεσημέρια απλώνετε τον ίσκιο τον διαβάτη, 'Σ τον ζευγολάτη, 'ς τον βοσκό, 'ςτού κοπαδιού τον πλήθο. Την νύχτα ολόρθα κι' άγρυπνα, πίνετε και ροφάτε Δροσιάν βουνίσια αχόρταγα, και το ταχύ, όταν φέγγει. Εσείς παλάτια γίνεστετον κότσυφα 'ς τ' αηδόνι. Εσάς σας τρέφουν κρύα νερά, τα χιόνια σας πλαταίνουν.

Και είτα λαβών το βαρύ ξύλινον κοντάριον απήλθεν εις τον ελαιώνα να ξεχιονίση, ως είπε, τα δένδρα. — Μας φθάνει αυτό, προσέθηκε, δεν θα ψωνίσω τίποτε άλλο. Επειδή δε και άλλοι τινές είχον διέλθει έξωθεν μεταβαίνοντες εις τα κτήματα, η Κρατήρα καθησύχασεν ειπούσα μόνον εις τον σύζυγόν της, «αν δεν μπορή να βγη από τα χιόνια», να γυρίση.

Η Αριστούλα ξερή κοιτάμενη, τίποτε δεν άκουσε απαφτά. Η Θεια-Χρηστίτσα του αντιλόγησε. — Πού θα το πας, Τρύφο μ'; Πού θα το πας γιέμ', στα χιόνια μέσα το μωρό;.. Της έβαλε ένα γρούπο χρήματα στο χέρι. — Πάρε, της λέει, για το γιατρό... Λεχώνα είνε, προφύλαξη θέλει... Να την καλόχης με το παραπάνου, γριά, τόρα μέσα στα κρύα... Ακούς;.. Εγώ παγαίνω. Για το παιδί ένια σας.

ΕΡΜ. Ο Καύκασος είνε εδώ, ω Ήφαιστε, όπου πρέπει να καρφώσωμεν αυτόν τον άθλιον Τιτάνα. Ας εξετάσωμεν δε τώρα διά να εύρωμεν κρημνόν κατάλληλον, εάν πουθενά υπάρχη μέρος το οποίον να μη σκεπάζουν τα χιόνια, διά να καρφωθούν ασφαλέστερα τα δεσμά και αυτός να είνε καταφανής εις όλους εις το μέρος όπου θα κρέμεται.

Τ' αρνάκια του Μαγιάπριλου την άδολη καρδιά τους, Ο σταυραετός οπώφυγε μια μέρ' από την Πόλι Και μέσ' απ' την Αγιά-Σοφιά της έδωκε την Πίστι, Η χαραυγή το γέλοιο της και τα ψηλά βουνά μας Ασπράδι από τα χιόνια τους κι' από τα κρύα νερά τους. Έλα, βουνίσια Μούσα μου, χωριατοπούλα Μούσα, Έλα να κλάψουμε κ' ημείς του Βασιληά την Κόρη.

Να! ακούς; καλοσύνεψε! είπε καγχάζων θριαμβευτικώς ο μάστρο- Πανάγος. — Σιώπα εσύ, δεν ξέρ'ς εσύ, ανέκραξεν ο Στεφανής. Εσύ ξέρ'ς να πελεκάς στραβόξυλα και να καρφώνης μαδέρια. Αυτή είνε η στερνή δύναμι της φουρτούνας, είν' αέρας που ψ'χομαχάει. Αύριο θα μαλακώσ' ο καιρός, σας λέω εγώ! Μπορεί νάχουμε ακόμη και καμμιά μικρή χιονιά, δε σας λέω, μα ημείς, από Σταβέτ, ανάγκη δεν έχουμε.

Έλα βοσκούλα έλα! Χειμώνιασε. Χιόνια πολλάτα κορφοβούνια πέφτουν, Ρεύουν τα φύλλα των κλαριών, ξισκιώνουν τα λογγάρια, Θολώνουν η νεροσυρμές, η βρύσες κρουσταλλιάζουν Κ' οι τσελιγγάδες κουβαλούντους κάμπους τα κοπάδια.

Τον ξέρανε τα χιόνια στις απάτητες κορφές, τα δέντρα τα χιλιόχρονα τον χαιρετούσανε, ταηδόνια μες στις ρεματιές τον προβοδίζανε και στακρογιάλια τασημένια τα κυματάκια του φιλούσανε τα πόδια του. Τόμορφο το βασιλόπουλο ήτανε αληθινός βασιλιάς στο βασίλειό του.

Κίνησες να πας, προσέθηκε, με τόσα χιόνια! — Λυπάται κανείς, υπέλαβεν ο γέρων. — Λυπάται κανείς! μα εγώ δεν έχω ψυχή; Πέτρα έχω 'γώ;

Εάν ήσουν εις την σκεπασμένην με χιόνια Θράκην και είχες άνδρα βασιλέα, ο οποίος θα εμοιράζετο με πολλάς την κλίνην του, θα τας εσκότωνες όλας; Και από το αχόρταστον πάθος σου θα ύβριζες όλας τας γυναίκας; Αυτό είναι αισχρόν αν και ημείς αισθανόμεθα αυτήν την ασθένειαν περισσότερον από τους άνδρας, εν τούτοις προσπαθούμεν να την μετριάζωμεν.