Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025
Αυτά 'πε κ' ύπνον έχυσεν εις τα ματόφυλλά του, και πάλ' η ασύγκριτη θεά 'ς τον Όλυμπον ανέβη. 55 Και ο ύπνος ως τον έπιανε και του 'λυε τα μέλη και ταις φροντίδαις, η χρηστή γυναίκα του εξυπνούσε κ' εκάθισε και δάκρυζε 'ς την μαλακή της κλίνη· και αφού 'ς τους θρήνους χόρτασε την θλιβερή καρδιά της, 'ς την Άρτεμιν η ασύγκριτη γυναίκα ευχήθη πρώτα· 60 «Αγία κόρη του Διός, Άρτεμις, άμποτ' ήδη το στήθος μου τοξεύοντας να μ' έσβυνες αμέσως, ή ας μ' άρπαζεν ανεμική και ας μ' έσερνε μαζή της 'ς τ' ανήλια περάματα και να με φέρη πέρα 'ς του οπισθορμήτου Ωκεανού το στόμα να με ρίξη. 65 και ως σήκωσαν η ανεμικαίς ταις κόραις του Πανδάρου,— ταις ωρφανεύσαν οι θεοί, και αφού 'ς το σπίτι εμείναν έρημαις, βρεφοκόμησεν αυταίς η Αφροδίτη, και με τυρί ταις έτρεφε, κρασί γλυκό, και μέλι. η Ήρα ταις εχάρισεν, ως εις θνητήν καμμίαν, 70 γνώσι και κάλλη, ανάστημα η Άρτεμις η αγία, κ' έργα να εργάζωνται λαμπρά ταις δίδαξεν η Αθήνη· και ως ν' αναιβή 'ς τον Όλυμπον η Αφροδίτ' η θεία, των κορασίδων την χαρά του γάμου να ζητήση από τον Δία βροντητή, 'που, των απάντων γνώστης, 75 την μοίρα και την αμοιριά κάθε θνητού γνωρίζει, ταις κόραις σήκωσαν ευθύς η άρπυιαις και ταις δώσαν των Εριννύων των φρικτών να ταις περιποιούνται,— όμοια κ' εμέ ν' αφάνιζαν οι κάτοικοι του Ολύμπου ή και ας μ' εκτύπ' η Άρτεμις, όπως τον Οδυσσέα 80 'ς τον νου θωρώντας καταιβώ 'ς τον μισημένον Άδη, να μην ευφράνω την ψυχήν ανθρώπου κατωτέρου. αλλ' ο θλιμμένος δύναται την λύπη να υπομένη αν ολημέρα οδύρεται, και οπόταν φθάν' η νύκτα τον πάρ' ο ύπνος, ότι αυτός, 'ς τα βλέφαρ' άμα πέση, 85 και τα καλά και τα κακά 'ς την λησμονιά βυθίζει. αλλά 'ς εμέ και ονείρατα κακά μου στέλν' η μοίρα. και τούτην πάλι την νυκτιά 'ς το πλάγι μου τον είχα, ως ήταν ότ' εκίνησε με τον στρατόν, κ' εχάρην όψιν ότ' είδ' αληθινήν, όχι όνειρον, εμπρός μου». 90
Τότε ο πολύγνωμος 'ς αυτόν απάντησε Οδυσσέας• «Λαοδάμ', αναγελώντας με τι με καλείτ' εις τούτα; φροντίδαις έχω εγώ 'ς τον νουν, όχι ποσώς αγώναις, 'που αφού τόσά 'παθα ο θλιφτός και τόσα έχω μοχθήσει, 155 'ς την σύνοδό σας κάθομαι, κ' εδώ τον βασιλέα και τον λαόν παρακαλώ να με ξεπροβοδήσουν».
«Του το 'δωκ' αυτοθέλητα' τι 'θελε πράξη και άλλος, αν άνδρας τέτοιος, έχοντας φροντίδαις εις τον νου του, 650 παρακαλή; ήταν βαρύ τινάς να του τ' αρνιέται. συντρόφους είχε του λαού τα πρώτα παλληκάρια, κ' είδ' αρχηγό τον Μέντορα, 'που επήγαινε μαζή τους, είτε θεός• τον Μέντορα εκείνος ώμοιαζ' όλος. αλλ' απορώ• χθες το ταχύ τον Μέντορ' είδα εμπρός μου, 655 και εις το καράβ' είχ' έμπη αυτός τότε να πάη 'ς την Πύλο».
ΑΜΛΕΤΟΣ Ό,τ' είπες, ορθόν είναι, ορθότατο· και, δίχως άλλαις περιστροφαίς, καλόν ευρίσκω τώρα να σφίξωμε τα χέρια και να χωρισθούμε, εσείς, οπού σας φέρνει ο πόθος και η φροντίδα· καθένας έχει πόθους, έχει και φροντίδαις, όποιαις και αν ήναι· ως προς εμέ τον καϋμένον, θα υπάγω να προσευχηθώ. ΟΡΑΤΙΟΣ Τούτα δεν είναι ειμή λόγια του ανέμου και γεμάτα ζάλην.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν