Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 5 Μαΐου 2025
Και μια βαθιά σιγαλιά όλο μυρωδιές έπεφτε με τις σκιές από τους φράχτες, και όλα ήταν ζεστά και γεμάτα λησμονιά σ’ εκείνη τη γωνιά του κόσμου, περιφραγμένη από τις φραγκοσυκιές σαν από τείχος βλάστησης, τόσο που ο ξένος, μόλις έφτασε μπροστά στο καλύβι έπεσε πάνω στη χλόη και επιθυμούσε να μη συνεχίσει το ταξίδι.
Έπρεπε — τώρα κάθομαι εδώ σαν γρηά που μαζεύει τα ξύλα της από τους φράχτες και το ψωμί της ζητιανεύοντας από πόρτα σε πόρτα, για να ευκολύνη και να παρατείνη για μια στιγμή ακόμη την ετοιμοθάνατη και άχαρη ύπαρξή της». 14 Δεκεμβρίου. «Τι είναι αυτό, αγαπητέ μου; φοβούμαι και τον εαυτόν μου!
Ξυπόλυτοι βουτούσανε στα κρούσταλλα νερά, ανέβαιναν στα δέντρα, πηδούσαν φράχτες και χαντάκια, σκαλώνανε στους γκρεμούς σαν ασβοί. Έβγαιναν πέρα στα βοσκοτόπια κ' έκαναν συντροφιά με τους πιστικούς.
Οι ξύλινες οι φράχτες γύρω, πλεγμένες από λυγαριές μες τα κηπάρια, έδειχναν τόρα, κάτω από το χιόνι το πυκνό που τις εσκέπαζεν ολόπηχτο, πανώριες μάντρες μαρμαρόχυτες, φανταχτερές, χτισμένες μαγικά από το πιο άδολο κι ασπρήτερο μάρμαρο, που μες τα πέτρινα τ' αβάθητα τα σπλάχνα της βουτώντας, ανέβασε στη γη ο άνθρωπος, να βαρυθεμελιώση παλάτια ονειρεμένα, μυριοπέτυχα.
Κι ολόγυρ' από τα χωριά κι από τον κάμπο ορθώνονται σα φράχτες και σα ταμπούρια, οι λόφοι, τα χαμηλώματα των γύρωθε βουνών, οπ' ανεβαίνοντας απανωτά σα σκαλοπάτια σχηματίζουν σιγά σιγά τα ψηλά κι άγρια και κακοτράχαλα καταρράχια του Πίνδου, του Σουλιού και του Δέλβινου, που κλειούν περίγυρα, σα γιγάντιες κορνίζες, τη μεγάλη αυτή κι ωμμορφότατη εικόνα.
Μακριοί μαντρότοιχοι κατεστραμμένοι, χαμόσπιτα χωρίς σκεπή, τοίχοι γδαρμένοι, απομεινάρια από αυλές και φράχτες, τρώγλες άθικτες πιο μελαγχολικές και από τα ίδια τα ερείπια συνοδεύουν τους ανηφορικούς δρόμους, στρωμένους καταμεσής με μεγάλους λίθους. Σκόρπιες εδώ κι εκεί πέτρες ηφαιστείου μαρτυρούν για την καταστροφή που χτύπησε την αρχαία πόλη και σκόρπισε τους κατοίκους της.
Άλλες γυναίκες, χλωμές, κάθονταν να ξεκουραστούν επάνω στις πέτρες από τους χαμηλούς φράχτες που περικύκλωναν μια εξωτερική αυλή. Ο Έφις κοντοστάθηκε κουρασμένος, με το δισάκι να του γλιστρά από τους ώμους, και ξεκίνησε την κουβέντα μαζί τους. «Πού βρίσκεται ο ντον Τζατσίντο;» «Ποιος; Εκείνος από το Μύλο; Εδώ, πιο πάνω. Τι του κουβαλάς μες στο δισάκι; Είσαι ο υπηρέτης του;» «Ναι.
Αντίκρυ του η μουριά με τα κλαδιά ολόρθα κι άτρεμα τα φύλλα της, έμοιαζε σβυσμένο μανουάλι απάνω στον τάφο των πάππων του. Πέρα κι απόπερα μαυρειδερά απλώνονταν τα χτήματα με τους φράχτες, με τις φυτιές, με τα σπίτια και τα μαντριά τους. Όλα μαυρειδερά σαν ν' άπλωσε καλόβουλη κυρά η νύχτα τον πέπλο της για να κρύψη το μυστικό της Πλάσης. Ποιο μυστικό ; θα πης. Τ' άγιο και τ' ολοφάνερο.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν