United States or Indonesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο γέρων απέθεσεν επί του εδάφους κλαίουσαν εισέτι την μητέρα μου και υπήγε να μας προμηθεύση τροφήν. Επέστρεψε φέρων μιζύθρας• δεν ηδυνήθη να εύρη άλλο τι, ουδ' επερίσσευε τεμάχιον άρτου καθ' όλην εκείνην των δυστυχών την συνάθροισιν. Με τας μιζύθρας παρηγορήσαμεν την πείναν μας.

Μετά χαράς, είπεν ο ξενοδόχος, και υπήγε με το ποτήρι εις την γραίαν, η οποία ήτο στυλωμένη εις το κάρον. — Ο εγγονός σου μου είπε να σου φέρω νερόν, εφώναξεν ο ξενοδόχος. Η αποθαμένη γραία ούτε απεκρίθη, ούτε εκινήθη. — Δεν ακούεις; εφώναξεν ο ξενοδόχος με όλην του την δύναμιν. Ο εγγονός σου σού στέλλει το ποτήρι τούτο!

Είδα πολλά τελώνια που είχαν μορφήν θηριώδη, και επολεμούσαν εις τον αέρα· τα φωνάγματα που έκαναν, και ο τρόπος που επολεμούσαν, με έκαναν διά κάποιον διάστημα να παύσω από το να λέγω την προσευχήν μου· και ο Αφρικός ευρίσκοντας τον καιρόν αρμόδιον που δεν επροσευχόμουν, με έρριξεν εις μίαν θάλασσαν, που επάνωθέν της είμεθα, και υπήγε να ανταμωθή με τα άλλα δαιμόνια διά να πολεμήση.

Εκεί ηκούσθη να κτυπούν εις την θύραν του παλατίου, και ο γέρων βασιλεύς υπήγε ν' ανοίξη. Μία βασιλοπούλα έστεκεν έξω από την θύραν· αλλά η τρικυμία την είχε κάμει άνω κάτω. Τα νερά έτρεχαν από τα φορέματά της και από τα μουσκευμένα μαλλιά της, τα υποδήματά της ήσαν καταλασπωμένα, και ήτο εις κακήν κατάστασιν η πτωχή, αλλ' όμως έλεγε και καλά ότι ήτο αληθινή βασιλοπούλα.

Κυρά μου, αυτός απεκρίθη, σε παρακαλώ, παύσε τα δάκρυά σου, διατί μου κόπτουν την καρδίαν, και ας έχωμεν τες ελπίδες μας εις τον Ουρανόν, και αυτός ωσάν δίκαιος δεν θέλει μας αφήσει από το χέρι του. Και λέγοντας έτσι εσηκώθη και ενδύθη και ανοίγοντας την πόρταν εβγήκε, και υπήγε εις τον Κατή, μαζί με τους ανθρώπους του.

Τότε αλλάζει το πράγμα, είπεν ο μικρός Κλώσος, και ήνοιξε το κιβώτιον. Ο καλόγηρος επήδησεν έξω, έσπρωξε το κιβώτιον και το έρριψεν εις τον ποταμόν, και υπήγε με τον μικρόν Κλώσον εις το κελλί του, και του έδωκεν έν κοιλόν χρήματα. Όταν ο μικρός Κλώσος επέστρεψεν εις το χωρίον του, εκένωσε τα δύο του κοιλά, και έκαμεν ένα μεγάλον σωρόν από τα χρήματά του επάνω εις το πάτωμα της καλύβης του.

Κανείς δεν ετόλμησε να αποδείξη ότι δεν έβλεπε τα φορέματα. Υπήγε λοιπόν ο βασιλεύς εις την παράταξιν με την συνοδείαν του, και όλοι εις τον δρόμον έλεγαν: «Τι μεγαλοπρεπή ενδυμασίαν φορεί σήμερον ο βασιλεύς! Τι ουράν έχει ο μανδύας του! Πώς του πηγαίνειΚανείς δεν ήθελε να προδοθή ότι δεν βλέπει τίποτε, διά να μη τον νομίσουν κουτόν ή ανάξιον διά την θέσιν του.

Όταν είδε τον στρατιώτην, τον επήρε και υπήγε να δείξη εις το παιδί της κυρίας της τον περίεργον αυτόν ταξειδιώτην, ο οποίος εβγήκε μέσα από το ψάρι. Το παιδί τον έβαλεν επάνω εις την τράπεζαν. — Περίεργον! Όχι! Ναι! Τι σύμπτωσις!

Εκεί ήκουσε τον ποδόκτυπον ενός αλόγου. Ήτο ο γεωργός, ο οποίος επέστρεφεν. Αυτός ήτο αξιόλογος άνθρωπος, αλλά είχε την αδυναμίαν να μη ημπορή να ίδη καλόγηρον. Άμα έβλεπε καλόγηρον εγίνετο άλλος εξ άλλου. Διά τούτο λοιπόν ο καλόγηρος υπήγε να ιδή την γυναίκα του ενώ αυτός έλλειπεν· εκείνη δε του έστρωσε να φάγη ό,τι καλλίτερον είχεν.

Εκάθητο επί του καταστρώματος, παρά την πρύμνην, με τα γόνατα υψωμένα και τους αγκώνας επί των γονάτων και το μέτωπον εντός των χειρών. Ο πλοίαρχος υπήγε πλησίον της προσπαθών να την ενθαρρύνη, αλλ' έμεινε σιωπηλή και ακίνητος εκείνη, ουδ' ανύψωσε την κεφαλήν.