Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025
Ο ίδιος είναι, και πάντα ο ίδιος. Παλικαριά όση θέλεις, εγωισμός άλλος τόσος. Η παλικαριά με τα θάματά της τον έδιωξε τον Τούρκο απ' αυτά τα βουνά· όταν όμως έμεινε η παλικαριά μοναχή με τον εγωισμό, από τα μαλλιά λες και πιάστηκε μαζί του, κ' έπεσε μονομιάς κάτω λαβωμένη, αφανισμένη. Πήρε τότες απάνω του ο Εγωισμός, και καλοθρονιάστηκε μέσα στην καρδιά του Ρωμιού.
ΟΦΗΛΙΑ Μάλιστα, η Ευγενία σου. ΑΜΛΕΤΟΣ Ω Θεέ μου, μόνον δια να σε διασκεδάσω. Τι άλλο μένει παρά να ήμεθα καλοκαρδισμένοι; δεν βλέπεις πόσο ιλαρή δείχνεται η μητέρα μου, και δεν επέρασαν δύο ώραις αφού απέθανε ο πατέρας μου; ΟΦΗΛΙΑ Όχι, Κύριέ μου δύο φοραίς δύο μήνες. ΑΜΛΕΤΟΣ Τόσος καιρός; Τότε λοιπόν ας αφήσωμε τον διάβολον να μαυροφορή κ' εγώ θα λαμπροφορέσω.
Εκυμάτισαν από τον έναν τοίχο στον άλλο, σφιχτοκλεισμένοι, ασφυχτικοί. Εζητούσαν τρόπο να βγουν μες από τα σπασμένα τζάμια, από καμιά τρύπα, από την ανταβάνωτη στέγωση. Ναπλώσουν γοργόφτεροι όξω στον καθαρόν αέρα, προκλητικοί να φτάσουν στον κρυψώνα της Ηρωίνας της τρανής, — που τόσος δα κοσμάκης μέσα κ' έξω καρτερούσαν ανυπόμονα. Τα χωριατόπουλα έσκουξαν, εσφύριξαν, εποδοβρόντηξαν.
Ενα βράδυ ήλθεν η καϋμένη με πολλή της ντροπή να μου ξομολογηθή πως για να πάρη μαζύ μας ένα αντίθετο κομματάρχη αναγκάστηκε να τον αφίση να την φιλήση και να του υποσχεθή στα ψέμματα κάτι παραπάνω. Τόσος ήταν ο φανατισμός μου, που της το συγχώρεσα και αυτό, με τη συμφωνία να μην το ξανακάμη, και με τον κρυφό σκοπό να σπάσω τα κόκκαλα τον μασκαρά άμα τελείωναν η εκλογές.
Είταν αδύνατο, άδικο είταν ένα πλάσμα σαν και σένα, τόση χάρη και τόσος νους, τόση χάρη παιδιακήσια και νους τόσο γερός, τόση ψυχή, τόσο φως να χαθούν, κι άμα πεθάνης να μην ξέρη κανείς πως είσουν της πλάσης το στολίδι, το καμάρι τουρανού. Για τούτο έκλαια κι απελπίζουμουν και ζητούσα κάτι να κάμω για σένα, κανένα ποίημα να σου χαρίσω, που να σε δοξάζη, που να μείνη παντοτεινά. Και διές τώρα!
Είχε νομίση ότι ο χρόνος θα επούλωνε το τραύμα του, το τραύμα εκείνο το οποίον, με σκληρότητα θηρίου, τω κατέφεραν χείρες φιλικαί, αδελφικαί χείρες . . . Διότι παρήλθε πολύς καιρός από της απαισίας εκείνης ημέρας . . . Παρήλθε τόσος καιρός και η πληγή του αιμάσσει έτι, ως να τω κατεφέρθη το τραύμα τώρα, προ μιας στιγμής.
Οι φύλακες βλέποντες να χύνεται τόσος οίνος, ώρμησαν εις την οδόν με αγγεία διά να τον συνάξωσιν, ως να εχύνετο χάριν αυτών. Ο άνθρωπος προσεποιήθη ότι εθύμωνε, τους ύβριζεν όλους, και επειδή είδεν ότι οι φύλακες τον επαρηγόρουν, προσεποιήθη ότι κατεπραΰνετο και εμετρίαζε τον θυμόν του.
ΒΕΡΑ — Δηλαδή φοβούμαι μήπως πλήξετε εσείς. Είμαι τόσο λίγο διασκεδαστική. ΦΛΕΡΗΣ — Βέρα, άφισέ με να σου μιλήσω τώρα με το μικρό σου όνομα. Είναι η πρώτη στιγμή που βρεθήκαμε μοναχοί μας ύστερ' από δεκαοκτώ χρόνια. Άφισέ με να σου μιλήσω, όπως σου μιλούσα μια φορά. ΒΕΡΑ — Μια φορά.. . Αλήθεια! Είναι τόσος καιρός από τότε; ΦΛΕΡΗΣ — Τι έχει να κάνη ο καιρός.
Ο γέρω-Αρνάκιας, ο βοσκός, ένας τόσος δα ανθρωπάκος, βλέπων από του ύψους, από τον Άγιον Ιωάννην του Κάστρου, όπου είχε τα προβατάκια του, μίαν προκύπτουσαν προς την θάλασσαν σκιάν, αρχίζουσαν από έν τριγωνικόν οξυκόρυφον κάλυμμα και απολήγουσαν εις δύο γυμνάς κνήμας, έλεγε κάμνων τον σταυρόν του: — Ως και την θάλασσα την δεκατίζει αυτός ο δεκατιστής!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν