Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Ιουλίου 2025


Πολλάκις, κατά την διάρκειαν των περιπλανήσεών μας, ησθάνθην αυτό της πείνης και της δίψης το μαρτύριον. Ποτέ, αναγνώστά μου, να μη σε δώση ο θεός να πεινάσης, εκτός μόνον όταν γνωρίζης ότι σε περιμένει τράπεζα πλήθουσα.

Η σκιά του κελλίου και η καλή τράπεζα της Μονής είχον στερεώσει τας σάρκας και απαλύνει το δέρμα της καλής Ιωάννας, η δε κόμη αυτής άπαξ μόνον ψαλιδισθείσα εκυμαίνετο πυκνότερα ή πρότερον επί των στρογγυλών ώμων, πάντα ταύτα ήσαν τη αληθεία οπωσούν ακτένιστα, απεριποίητα και ημελημένα, αλλά, κατά τον ποιητήν , ο ύ τ ε ο κ α θ α ρ ό ς χ ρ υ σ ό ς έ χ ε ι α ν ά γ κ η ν χ ρ υ σ ώ σ ε ω ς, ο ύ τ ε τ ο ρ ό δ ο ν π ρ ο σ θ έ τ ο υ ε υ ω δ ί α ς, ο ύ τ ε ο κ ρ ί ν ο ς ψ ι μ μ υ θ ί ο υ, ούτε δεκαεπταέτις, νομίζω, νεάνις μύρων και βοστρυχισμάτων.

Θα ήθελα να εξομολογηθώ…» «Κι εδώ στην κολώνα βρήκες να το κάνεις; Στο Χριστό να εξομολογηθείς!», ψιθύρισε η νεωκόρισσα χαμογελώντας ειρωνικά, αλλά ο Έφις ακούμπησε πάλι το κεφάλι στην κολώνα του άμβωνα και με τα μάτια στραμμένα προς την Αγία Τράπεζα άρχισε να ψελλίζει μπερδεμένα λόγια.

Εσύρθηκε ο πολύγνωμος και απάντησ', ο Οδυσσέας• «Ωιμένα, με το κάλλος σου όμοιον τον νουν δεν είχες! αλάτι από το σπίτι σου πτωχός ας μη προσμένη, 455 αφούτην ξένην τράπεζα καθήμενος αρνήθης, τόσα ενώ χαίρεσαι καλά, χαψιά κ' εμέ να δώσης».

Όπως αγαπάτε, παριτήρησε γλυκερώς ο κυρ Γιάννης· μου δίδετε μόνον ένα χαρτάκι . . . Και εισελθόντες εις παρακείμενον καπνοπωλείον, ούτινος η τράπεζα είχε προχείρως μεταβληθή εις κολλυβιστικόν λογιστήριον, συνετέλεσαν προς μεγίστην μου ευχαρίστησιν την συναλλαγήν αυτών.

Πήρε απάνω του λίγο, του φάνηκε πως ο Άγιος τούρριξε μία ματιά πονετική, σαν να τούλεγε: — Μη φοβάσαι, παιδί μου! Εγώ είμαι εδώ... Έκανε πάλι το Σταυρό του. — Ευχαριστώ, καπετάνιο! είπε μέσα του. Τράβηξε κατά το Ιερό. Στάθηκε μπροστά στην Αγία Τράπεζα, προσκύνησε, είπε κάποια λόγια μέσ' απ' τα χείλια του και σήκωσε τα Άγια Μυστήρια, ψηλά στο κούτελο. Τα χέρια του τρέμανε.

Εις παρομοίαν διήγησιν η Κυρά κατεβαίνει από τον θρόνον της και πλησιάζει εις τον βασιλέα, τον παίρνει από το χέρι, τον φέρει εις ένα χοντζερέ, εις τον οποίον ήτον μία τράπεζα ετοιμασμένη από εκλεκτά φαγητά· αυτή τον έκαμε να καθήση, ομοίως και αυτή εκάθησεν ανάμεσα αυτουνού και του βεζύρη, ο οποίος από όλα εκείνα, που έβλεπε, δεν ημπορούσε να στοχασθή άλλο διά τον αυθέντην του παρά κανένα δυστυχισμένον τέλος.

Όπισθεν ενός πορφυρού κίονος, κρυφοκυττάξας γύρω, αφού συνήλθεν από της πρώτης εκπλήξεως, έκαμε τον σταυρόν του, δειλόν και έμφοβον σταυρόν, είτα ελθών έστη σκυθρωπός, εκεί οπού άλλοτε ήτο η αγία Τράπεζα.

Αναγνωρίσας δε τον δρόμον, ο αναβάτης εστράφη δεξιά, και εντός ολίγων λεπτών, από του ανατολικού μέρους, έφθασε καλπάζων εις τον Προφήτην Ηλίαν· έφθασε δε ακριβώς την στιγμήν καθ' ην ο Δημήτρης ο Μιχογιάννης περιτέχνως λίαν ελιάνιζε το ψητό, κ' εστρώνετο υπό τα πελώρια δένδρα η από φτέραις και φυλλάδες πλατάνου ευώδης τράπεζα.

Αποφασίζουνε δηλαδή να φέρουν τον Άρειο στην Κωσταντινούπολη, να τονέ δεχτούν επίσημα στην Αγιά Τράπεζα, παρόντας μάλιστα κι ο Βασιλέας, κ' έτσι να καταντήση παντοτινός του Προστάτης. Συφωνεί ο Κωσταντίνος, να συχάση τέλος πάντων ο τόπος. Έρχεται λοιπόν ο Άρειος στην Κωσταντινούπολη, και ζητάει να κοινωνήση. Άλλο όμως κι αναπάντεχο εμπόδιο πάλι!

Λέξη Της Ημέρας

συμπάθα·

Άλλοι Ψάχνουν