United States or Wallis and Futuna ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όθεν έφθασεν εις κάποια δένδρα, όπου ήτον και βρύσι· και εκεί εξεπέζευσεν εις τον ίσκιον· και ύστερα έβγαλεν από το δισάκκιόν του ολίγον παξιμάδι και μερικούς χουρμάδες, και τρώγοντας έρριχνε τα κόκκαλα των χουρμάδων προς το ένα και άλλο μέρος· και όταν ετελείωσε το γεύμα του, ως καλός Τούρκος που ήτον, εσηκώθη και επήρεν ασβέστι και εγονάτισε να προσκυνήση, και προτού να τελειώση το προσκύνημά του, όντας γονατισμένος, βλέπει έξαφνα και του παρουσιάζεται ένα φοβερόν Τελώνιον, μαλλιαρόν ωσάν ένας Σάτυρος, και εκρατούσεν ένα φοβερόν σπαθί εις το χέρι του, φοβερίζοντάς τον να τον θανατώση.

Ως τόσον έφθασε και ο διωρισμένος καιρός να πληρώση τον όρκον του· όθεν αποχαιρετώντας τους συγγενείς και οικιακούς του εν μέσω κλαυθμών και οδυρμών ανεχώρησε διά το θανατηφόρον ταξείδι. Όταν έφθασεν εις τον διωρισμένον τόπον, εκάθισε σιμά εις την βρύσιν με λύπην μεγάλην και αναστεναγμόν θανάτου, προσμένων το Τελώνιον.

Αλλ' η γυναίκα αγάλια αγάλια απέθεσε το κεφάλι του εις τα χόρτα, και εσηκώθη, και τους λέγει με σιγανήν φωνήν, αλλά φοβεριστικήν, ότι, αν δεν κατεβούν, εξυπνά το Τελώνιον και τους θανατώνει· αυτοί οι δυστυχείς μη δυνάμενοι να αποφύγουν τον κίνδυνον, κατέβησαν με κάθε φόβον και προσοχήν διά να μην εξυπνήσουν το Τελώνιον και όταν εκατέβησαν, τους έλαβεν από τα χέρια, και τους επαραμέρισεν ολίγον ξέμακρα ανάμεσα εις τα δένδρα, προβάλλοντάς τους να συγκατανεύσουν εις τα θελήματά της· αλλ' αυτοί δεν ήθελαν να κλίνουν.

Τότε ο γέρων του λέγει· θέλω να προσμένω και εγώ εδώ διά να ιδώ το Τελώνιον και να γίνω μάρτυς εις τέτοιον συμβάν, και εκάθισε σιμά του συνομιλώντας παρόμοια. Και μετ' ολίγον ιδού έρχεται ένας άλλος γέρων με δυο σκυλλιά μαύρα συντροφεμένος, επλησίασεν αυτούς, τους εχαιρέτησε και τους ηρώτησε πώς ευρέθησαν εις ένα τέτοιον έρημον τόπον.

Εγώ είμαι ένα τελώνιον, που εστάθηκα πιστόν του Σολομώντος και διά τούτο έχω περισσότερη δύναμι εγώ, παρά τούτον τον Αφρικόν και από τους έξη συντρόφους του ομού.

Και αυτοί τον επληροφόρησαν δι' όσα του συνέβησαν και ότι επρόσμεναν το Τελώνιον. Τότε και ο τρίτος γέρων με την γνώμην των άλλων έμεινε να ιδή το αποβησόμενον.

Τότε βλέπουν το Τελώνιον και ανοίγει την κασέλαν, και ευθύς βγάζει έξω μίαν ωραιοτάτην γυναίκα, στολισμένην με ευμορφότατα φορέματα και λέγει της το Τελώνιον· ω ωραιοτάτη μου αγαπητική, που σε άρπαξα από τας αγκάλας του νυμφίου σου την ιδίαν ημέραν των γάμων σου, και σε ηγάπησα πάντοτε με όλην μου την επιθυμίαν, ευχαριστήσου για να κοιμηθώ ολίγον εις τα γόνατά σου, να αναπαυθώ ολίγην ώραν, επειδή διά τούτο ήλθα εις τούτον τον έρημον τόπον.

Και λέγοντας αυτά το Τελώνιον ευθύς έγινεν άφαντον. Ο ψαράς απεφάσισε να φυλλάξη την παραγγελίαν του Τελωνίου απαράλλακτα· και κινώντας προς την πολιτείαν έκαμε διαφόρους στοχασμούς εις όσα του συνέβησαν και φθάνοντας εις την πόλιν επήγε κατ' ευθείαν εις το παλάτι το βασιλικόν, διά να προσφέρη εις τον βασιλέα ως δώρον τα ψάρια του νέου κυνηγίου του.

Ευθύς ο δεύτερος γέρων που είχε τα δύο σκυλλιά εγύρισε προς το Τελώνιον και του λέγει· θέλω να σου διηγηθώ εκείνο που συνέβη μεταξύ εμού και τούτων των δύο σκύλλων, και είμαι βέβαιος ότι θέλει φανή πλέον θαυμασιωτέρα από εκείνην που ήκουσες, αλλ' όταν σου αρέση μου χαρίζεις το δεύτερον τρίτον της συμπαθείας του πραγματευτού; Λέγει το Τελώνιον θέλω σου κάμει ό,τι ζητείς.

Έπεμψε να κράξη και την θυγατέρα του, διά να ιδή μίαν φιλόσοφον μαϊμού, επειδή και αυτή είχεν αρκετήν σπουδήν εις πολλάς επιστήμας· και όταν ήλθεν έμπροσθέν μας εσκέπασε το πρόσωπόν της, λέγει της ο βασιλεύς· διατί σκεπάζεσαι; εδώ δεν είνε κανείς άνδρας να σε ιδή· απεκρίθη η βασιλοπούλα· εδώ εις την μορφήν της μαϊμούς είνε ένας υιός μεγάλου βασιλέως, τον οποίον ένα πονηρόν Τελώνιον τον μετεμόρφωσεν εις τέτοιον σχήμα.