Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025
Είδα εγώ και βουβάλι που ερωτεύτηκε και, σαν να το κέντησε η μυίγα, εμούγκριζε· και τράγο, που αγάπησε γίδα και την ακολουθούσε παντού. Κ' εγώ ο ίδιος σαν ήμουνα νέος ερωτεύτηκα την Αμαρυλλίδα· και μήτε φαΐ θυμώμουνα, μήτε πιοτό έβαζα στο στόμα μου, μήτε κοιμώμουνα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XXXIII. &Το θνητόν μέρος της ψυχής. Έντερα. Μυελός. Οστά. Σπέρ- μα. Εγκέφαλος. Κεφαλή. Σπονδυλική στήλη Νεύρα και Σάρκες. Στόμα. Δέρμα. Τρίχες Όνυχες .&
Και επειδή ήταν αμάθητοι από ερωτικές αποκοτιές, ενόμισαν ποιμενικό αστείο το ότι είχε κάμει ο Δόρκωνας και δεν εθύμωσαν καθόλου, παρά και, παρηγορώντας τον, αφού τον επήγαν ως παρά πέρα, τον ξεπροβόδησαν. Κι' ο Δόρκωνας σαν εγλύτωσε από τέτοιο κίνδυνο και σώθηκε από του σκυλιού κι' όχι, καθώς λένε, από του λύκου το στόμα, εγιάτρευε το κορμί του.
Και μέχρι μεν της Κερκασώρου, τα ύδατα αυτού είναι ηνωμένα· κάτωθεν δε της πόλεως ταύτης σχηματίζει τρεις βραχίονας, εξ ων ο μεν στρέφεται προς ανατολάς και καλείται Πηλούσιον στόμα, ο δε διευθύνεται προς δυσμάς και καλείται στόμα Κανωβικόν, ο δε τρίτος καταβαίνει κατ' ευθείαν γραμμήν, αναχωρεί από την γωνίαν του Δέλτα το οποίον σχίζει εις το μέσον, και χύνεται εις την θάλασσαν φέρων ούτε ελαχίστην μοίραν ύδατος ούτε ήκιστα ονομαστήν.
Και νόμον δε έκαμε κατά τον οποίον εις ουδένα υπερβάντα το δέκατον όγδοον έτος της ηλικίας του επετρέπετο να τον ασπάζεται εις το στόμα προς χαιρετισμόν, αλλ' εις μεν τους άλλους έδιδε την χείρα του να την ασπάζωνται, μόνον δε τους νεαρούς κατεφίλει και ούτοι εκαλούντο «οι εντός του φιλήματος». Κατ' αυτόν τον τρόπον εμπαίζων τους ανοήτους διέφθειρε φανερά γυναίκας και με παίδας συνευρίσκετο.
— Το θυμάμαι, λέει; Η θύμηση μας απόμεινε... Και δεν είνε που θα σε φάνε τα ψάρια, μόνο θα σου πούνε και τύφλα. Και θα γελάη και το φεγγάρι από πάνω σου. Είδες, αλήθεια, πώς γελάει το φεγγάρι καμμιά φορά; — Το φεγγάρι; Δυο πήχες ανοίγει το στόμα του, Στρατή, σα θέλη να γελάση. Ο Στρατής τέντωσε τα χέρια του και ξεραχαμνίστηκε. Θυμήθηκε τα χρόνια που περάσανε.
Το πουρνό καθώς χαράζει Οχ την πείνα, που τα βιάζει, Ψίχα αγκάθι παν τζιμπόντας· Το ταξίδι ακολουθόντας. Μοναχά μ' αυτό το στόμα Δυο ημερόνυχτα ακόμα Μες το ίδιο ξεροτόπι Φέρουν γύρα οι στρατοκόποι. Η φοράδα, που αποβλέπει, Τον υγιό της, σ' ό,τι πρέπει, Για καλό του να πεδέψη, Και με τρόπο να ορμηνέψη, Εστοχάστηκε αρκετό του, Για τ' ανέγνωμο μυαλό του, Όσο τότες είχε πάθη, Απατό του για να μάθη.
'Σα χιονισμένος βράχος· Και το παχύ μουστάκι του, 'Σάν λόγκος απλωμένο, Εσκέπαζε το στόμα, που, 'Σα βρύσι ανοιγμένο, Έχυνε λόγους φλογερούς. Τέτοιος ο Τουρκομάχος· Τέτοιος εκείνος πρόβαλε. Το Διάκο χαιρετάει, Και λέγει: «Διάκο μ', αδελφέ, « Μες 'ς της Γραβιάς το χάνι » Εγώ σ' εξεδικήθηκα. » Εκεί οι Μουσουλμάνοι » Τους έκαμε ν' αφήσουνε » Πολλούς η γη να φάη.
Ήσαν δε γύρω μας πολλά και διαφόρων ειδών ψάρια και είχαμεν ακόμη από το νερόν το οποίον επήραμεν από τον Εωσφόρον. Την επομένην το πρωί, οσάκις ήνοιγε το στόμα του το κήτος εβλέπαμεν άλλοτε στερεάν, άλλοτε όρη, άλλοτε δε μόνον τον ουρανόν, πολλάκις δε και νήσους• διότι, ως ησθανόμεθα, το κήτος έτρεχε με ορμήν προς διάφορα μέρη της θαλάσσης.
Δεν εγνώριζε και αυτή πού διηυθύνετο πλέον· δεν εσυλλογίζετο τίποτε· δεν ήκουεν ειμή συγκεχυμένους τινάς βόμβους, δεν έβλεπεν ειμή από καιρού εις καιρόν σπινθήρας, μόλις εμφανιζομένους και σβύνοντας εις το κενόν Οι μυκτήρες της διεστέλλοντο σπασμωδικώς, το στήθος ανεβοκατέβαινεν ασθμαίνον, το στόμα της έχασκε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν