United States or Gambia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Με μια καλή καρδιά όλου του κόσμου τα στολίδια δεν παραβγαίνουνε. Μην τα λησμονής αυτά που σου λέω, παιδί μου, και σα γύρης απόψε, άφησε τη γνώση σου να τονε διώξη τον ύπνο μιαν ώρα και να φέρη την αλήθεια καθάρια στο νου σου, για χάρη της ακριβής μας της Αρετούλας. Κωστ. Άφινέ τα τώρα, μάννα μου, άφινέ τα. Πάω να δω αν ακούστηκαν αυτοί οι δυο ταξιδιώτες μας.

Διά της πολυτίμου και περιζήτητου εργασίας των δύο αδελφών επορίζετο η γραία από ετών ήδη τα του οίκου χρειώδη, επερίσσευον δε και ποσά τινα ευτελή, δι' ων αι δύο κόραι εφιλοτέχνουν την προίκα των, τα ασπρόρρουχα και τα επιστρώματα και τα λοιπά πολυτελή στολίδια, κεντώσαι ταύτα μετ' ιδιαζούσης προσοχής. Πλην φευ!

Τ' απλωτό τούτο σιάδι είνε ζόρκο από δέντρα και κατασκεπασμένο από ρεπιθέμελα και χαλάσματ' αμέτρητα, από ναούς, από τάφους, από παλάτια, από στέρνες και βρύσες του καιρού των ελλήνων, των ρωμέων και των βυζαντινών· κι ολούθε απάνω ξεθάφτονται κάθε τόσο από τον καλόγερο κι από τους χωρικούς σκέλεθρ' ανθρωπινά, παλιές μονέδες και στολίδια ακριβά κι αξετίμωτα.

Από πίσω 'μας πυκνή ακολουθία μ' άλλα τραγούδια ερχότανε, και όλοι απ' την καρδιά τους μας εμακάριζαν εμέ κ' εκείνην που εχάθη γιατί κ' οι δυο ευγενείς κι' από γενιά μεγάλη ενώναμε την τύχη μας. Τώρα ούτε τραγούδια, ούτε χαρές υμεναίου πια, μα στεναγμοί και θρήνοι. Και όχι άσπρα πέπλα. Πένθιμα στολίδια με προπέμπουν στο νυφικό δωμάτιον, που ερήμωσεν ο Χάρος.

Στενάζει η Βασιλεύουσα· μυρολογά η Σιών μας! Και ο Δάνδολος, γιος κουρσάρων δεν λησμονεί την τέχνη των πατέρων του. Κουρσεύει τα βαρειά μας κειμήλια, και θέλει με ξένα και αταίριαστα στολίδια να στολίση τη λιμνογέννητη πατρίδα του. Γαλέρες φεύγουν και γαλέρες έρχονται. Παίρνουν τον πλούτο μας τον αδαπάνητο, τη δόξα μας την αβασίλευτη, τη λάμψι, τη σοφία, τα ιερά μας.

Εχόρευον αι τέσσαρες νύμφαι θυγατέρες του, αι τέσσαρες Νεράιδες με τα ξανθά μαλλιά και με τα χρυσά στολίδια, φέρουσαι ως πόρπας εις την χρυσήν ζώνην τα μαλαμμοκαπνισμένα τσαπράκια, δώρα γαμήλια του ευλαβούς του Μοναστηρίου ηγουμένου, όστις ουδέποτε έπαυσε να τας ευλογή και τας μνημονεύη τας εναρέτους αδελφάς.

Αλλ' υπόθεσε ότι ηγόρασες και έχεις όλους τους λόγους του Δημοσθένους, όπως ιδιοχείρως τους έγραψεν ο ρήτωρ, και τας ιστορίας του Θουκυδίδου, όπως ευρέθησαν οκτάκις αντιγεγραμμέναι και καλλιγραφημέναι παρά του Δημοσθένους και αυταί, προσέτι δε όλα εκείνα τα βιβλία τα οποία ο Σύλλας έστειλεν εξ Αθηνών εις την Ιταλίαν• κατά τι θα είσαι διά ταύτα περισσότερον μορφωμένος, και αν ακόμη τα στρώνης και κοιμάσαι επάνω ή τα συγκολήσης και τα φορής ως ενδύματα και περιφέρεσαι με αυτά; Κατά την παροιμίαν ο πίθηκος είνε πίθηκος και με χρυσά στολίδια.

Η Αμέρσα, η δευτερότοκος, ήτον ανύπανδρη, γεροντοκόρη ήδη, αλλά προκομμένη πολύ «μορφοδούλα», ονομαστή δε υφάντρια· ήτον μελαψή, υψηλή, ανδρώδης, — και τα προικιά της και τα στολίδια τα κεντητά, τα οποία μόνη της είχε κατασκευάσει, ευρίσκοντο κλεισμένα από χρόνων πολλών εις μεγάλην άκομψον κασσέλαν, και τα έτρωγεν ο σκόρος και το σαράκι. — Καλημέρα! . . . πώς είστε; . . . Πώς περάσατε;

Όλα τα έδιδεν· ως και τα στολίδιά του εθυσίαζε διά να στολίση αυτό. Ούτω ο Χειμάρρας υπέθετεν ότι ήμειβε κατά τι την αξίαν του. Κατά τι μόνον, διότι η αξία του ιδικού του καρυοφυλλίου ήτο πολύ μεγάλη!. . . Τόρα όμως έβλεπεν ότι ηπατάτο. Δεν ήτο τίποτε άλλο παρά ένα σκουροντούφεκο και αυτό, όπως τόσα άλλα.

Μη θαρρείτε πως θα είσθε πάντα νέαις, πως θα έχετε πάντα τους άνδραις σας να σας κουβαλούν. Έχετε του κόσμου τα καλά, μα είναι ψεύτικα. Έρχεται μια ώρα και γίνονται άφαντα όλα. Φαγητά, πιοτά, στολίδια, φορεσιές, ασημικά, διαμαντικά, όλα φεύγουν. Κ' εγώ είχα. Τώρα δεν έχω ουδέ ψωμί. Η οικοδέσποινα επτοείτο συνήθως εκ των λόγων τούτων και ήνοιγεν.