United States or Poland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και είδον τον Άνθρωπον να τρέχη όπισθεν, πεζός και ασθμαίνων, την δε μηχανήν να φεύγη αστραπιαίως, εξαποστέλλουσα μακρόθεν προς τον βραδύποδα εφευρέτην συριγμούς χλευασμού και ατμώδη καπνόν! Και εγέλασα ήδη διά τον Άνθρωπον εκείνον. Είχεν ενισχύση διά της σοφίας του την μηχανήν, και την μωρίαν του εκράτησε προς ενίσχυσιν των ποδών του.

Ήτο αναγκαίον ν' αναπαυθώσιν εν Ιεριχώ πριν εισέλθωσιν εις την βραχώδη και επισφαλή εκείνην φάραγγα, και απετέλει συνεχή ανωφέρειαν έξ ωρών έως της Ιερουσαλήμ, από 600 μέχρι τρισχιλίων ποδών υπεράνω της επιφανείας της Μεσογείου.

Καθ' όμοιον τρόπον κατηγορείται και ο γάτος ότι δεν γλείφει τας χείρας του κυρίου του όταν ούτος τον δέρη, ότι δεν τρέχει άμα τον καλέση, ουδέ στέργει να φανή χρήσιμος κυνηγών διά λογαριασμόν του, φυλάσσων τα πρόβατά του, στρέφων επί της πυράς τον οβελόν και προπορευόμενος με φανάριον εις το στόμα, ή καν να τον διασκεδάση υπερπηδών ράβδους ή ορθούμενος εκ των οπισθίων ποδών.

Τετράγωνον ορθογώνιον, επί τεσσάρων ποδών ερειδόμενον, εφ' ου εναποτίθεται ο Επιτάφιος θρήνος, ραντισμένος διά φύλλων ρόδου, βιολέτας και δενδρολιβάνου.

Δεν εφρόντιζεν αν την ίδουν πλέον, καθόλου δεν εφρόντιζεν· αυτή ήθελε να ίδη. — Δεν ένε· είπεν αίφνης, χαμηλοφώνως. Κ' επανέπεσεν οπίσω επί των ποδών της. Έμεινε δ' εκεί, ελαφρώς πελιδνή την όψιν και πεισμωμένη, το βλέμμα κρατούσα προσηλωμένον επί ενός στάχυος, του οποίου η κεφαλή εταλαντεύετο εις το φύσημα του ανέμου.

Πλην της εισόδου, το άλλο μέρος είναι νήσος, διότι δύο διώρυχες του Νείλου χωρίς να ενωθώσι προχωρούσι μέχρι της εισόδου ταύτης, και έπειτα περικυκλούσι τον ναόν, η μεν δεξιόθεν η δε αριστερόθεν· το πλάτος εκάστης είναι εκατόν ποδών, και δένδρα καλύπτουσιν αυτάς διά της σκιάς των.

Ουδείς εγνώριζε να ψάλη τόσον κανονικά και τόσον κατανυκτικά το «Μετά των αγίων ανάπαυσονΟυδείς όσον αυτός, συνεκίνει τους χριστιανούς, όταν έψαλλε το «θρηνώ και οδύρομαι». Έκλαιεν όλος, από κεφαλής μέχρι ποδών. Πρώτον άρχιζε να κλαίη η φωνή του, με ένα τρόμον ιδιαίτερον, σαν φυσικόν· φωνή στερεά και ακλόνητος άλλως. Κατόπιν εγέμιζαν δάκρυα τα δύο μεγάλα ως κάστανα μάτια του.

Ήτο ο Μάχτος, όστις ήρχετο συντετριμμένος εξ ευτυχίας ... Ο Θευδάς τω έδειξε την νέαν κοιμωμένην. Ο Μάχτος εισώρμησε κράξας: «Αϊμά! ». Αλλ' η κόρη εκοιμάτο. Ο νέος επλησίασε πατών επ' άκρων των ποδών.

Σωκράτης Πόσοι λοιπόν είναι δύο φορές δύο πόδες; Αφού λογαριάσης, ειπέ μου. Παις Τέσσαρες, ω Σώκρατες. Σωκράτης Δεν θα γίνη λοιπόν ένας άλλος χώρος εκτός αυτού διπλάσιός του και ομοιότατος έχων όλας τας γραμμάς ίσας, όπως αυτός; Παις Ναι. Σωκράτης Πόσων λοιπόν ποδών θα είνε; Παις Οκτώ.

Τον συντροφεύει ολόμαυρον Μέγα εναέριον σύγνεφον. Κρέμεται ακόμα ατίνακτον Αστοπελέκι επάνω του, Κ' άγρυπνος μοίρα. Ω Βαρνακιώτη· τρέχεις, Και ο κτύπος των ποδών σου Αντιβομβεί ωσάν νάτρεχες Επί τον κούφιον θόλον Βαθείας αβύσσου. Αν κοπιασμένος πέσηςαναπαυθήςτα χόρτα, Η τιμωρός συνείδησις Με σε πλαγιάζει αλλάζουσα Τα χόρτα εις δράκοντας.