United States or Botswana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' ο καλός Χάρων άμα είδε την λεοντήν, νομίσας ότι είμαι ο Ηρακλής, με εδέχθη εις το πλοίον και ευχαρίστως μ' επέρασεν, όταν δε απεβιβάσθημεν μας έδειξε και τον δρόμον. Όταν ευρέθημεν εις το σκότος επροπορεύετο ο Μιθροβαρζάνης, ηκολούθουν δε εγώ και τον εκράτουν από το ένδυμα έως ου εφθάσαμεν εις μέγα λειβάδι κατάφυτον από ασφοδέλους, όπου επετούσαν γύρω μας με θόρυβον αι σκιαί των νεκρών.

Έπειτα επιστρέψαντες εις το πλοίον εκοιμήθημεν εις την παραλίαν. Την αυγήν δε απεπλεύσαμεν και ο άνεμος είχεν αρχίσει να πνέη σφοδρότερος• αφ' ού δε επί δύο ημέρας υπεφέραμεν από τρικυμίαν συνηντήσαμεν τους Κολοκυνθοπειρατάς. Είνε δε ούτοι άνθρωποι άγριοι κατοικούντες εις τας πλησίον νήσους και ληστεύοντες τους ταξιδεύοντας τα μέρη εκείνα.

Σωκράτης Αλλά μήπως φαντάζεσαι ότι και ένας πλοίαρχος, ο οποίος έχει εξηρτημένον το καράβι του με ιστία και πηδάλια κακοφτιασμένα, δεν ειξεύρει ότι θα υποστή ζημίας, και ότι μαζί με το πλοίον του θα χαθή και αυτός ο ίδιος και όσα τυχόν πράγματα θα μεταφέρη; Εταίρος Α, όχι· το γνωρίζει πολύ καλά. Σωκράτης Άρα, δεν φαντάζεται ότι θα του αποφέρη κέρδος μία τέτοια κακή προετοιμασία;

Συγκατατεθέντος του Ξέρξου, ο Σατάσπης μετέβη εις την Αίγυπτον, και λαβών εκείθεν πλοίον και ναύτας, έπλευσε μετ' αυτών προς τας Ηρακλείους στήλας· διαβάς δε ταύτας και κάμψας το ακρωτήριον της Λιβύας όπερ καλείται Σολόεις, έπλευσε προς μεσημβρίαν.

Και μόνος ο πηδαλιούχος, όρθιος, επί της πρύμνης, ελαφρά στηριζόμενος επί του τροχού του πηδαλίου, ον περιστρέφει, διευθύνει το πλοίον βλέπων ατενώς προς έν κατέμπροσθέν μας γαλανόν σημείον, μίαν μουνδζούραν του ορίζοντος. — Ανοιχτά, κατά την Κυρά-Παναγιά. Είχε διατάξει ο πλοίαρχος, επιβοηθήσας αυτόν συνάμα εις την στροφήν. — Τον ξέρεις, βρε, τον μπούσουλα;

Έλεγεν ο πλοίαρχος προς τον έφηβον υιόν του, εν σιγή θεωρούντα την απροσδόκητον εκείνην οπτασίαν του χρυσού και φωτός και αφρού, άτινα μυστηριωδώς στερεοποιούμενα μετεμορφούντο εις την μυθοπλαστουμένην Πόλιν, την Πόλιν των αγαθών και του πλούτου, την Πόλιν της αναπαύσεως του κεκμηκότος ναύτου, εις τα δροσερά κύματα της οποίας γλυκαινόμενον το πλοίον, επαναλαμβάνει τον προς την Μαύρην θάλασσαν πικρόν πλουν.

Ο καπετάν Κωνσταντής ήτο αγαπητός εις την πολίχνην, και οσάκις έβλεπον το πλοίον του εισπλέον εις τον λιμένα, εν πλήθει πάντοτε και όχλω συνηθροίζοντο εις την παραλίαν θεώμενοι. Άλλως ανέμενον πάντοτε καμμίαν «αναποδιά του» διά να γελάσωσι. Τώρα δε χάριν της εορτής πανηγυρικώτερος εγίνετο ο είσπλους αυτού.

Η περιφέρεια δε της γης εκείνης θα ήτο έως διακόσια τεσσαράκοντα στάδια. Εφαίνοντο και θαλάσσια πτηνά, γλάροι και αλκυόνες, τα οποία κατεσκεύαζον τας φωλεάς των επί των δένδρων. Ευρεθέντες εις την θέσιν εκείνην εκλαύσαμεν επί πολύ• έπειτα διέταξα τους συντρόφους να στηρίξουν και στερεώσουν το πλοίον μας, εγώ δε έτριψα τα πυρεία και ήναψα φωτιάν και παρεσκευάσαμεν δείπνον με ό,τι ευρέθη.

Οι επιβάται, άμα έν πλοίον έπιπτεν εναντίον άλλου, προσείχαν, ώστε η υπηρεσία του καταστρώματος να μη είναι υποδεεστέρα των χειρισμών, έκαστος δε εις την θέσιν που ετάχθη προσεπάθει να φαίνεται πρώτος. Ουδέποτε τόσα πλοία εναυμάχησαν εις τόσον μικρόν χώρον, διότι οι δύο στόλοι ομού ηρίθμουν περί τα διακόσια πλοία.

Τότε ήτο απέραντος, διότι ήτο έρημος. Το πλοίον μας και δύο μικρά αλιευτικά πλοιάρια εκινούντο μόνα επί της εκτάσεως των ησύχων υδάτων του. Εκεί όπου σήμερον υψούται η μαρμάρινος προκυμαία του, η θάλασσα προχωρούσα ανεπαύετο επί βράχων γυμνών. Εκεί όπου εξαπλούται σήμερον πόλις ακμάζουσα και μεγάλα εργοστάσια με τας υψηλάς καπνοδόχους των, δεν έβλεπες ή άγονον γην και εικόνα ερημώσεως.