United States or Mauritania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όθεν μη ησυχάζοντας απεφάσισα να ταξειδεύσω και τέταρτον· και αφού ετοίμασα όλα τα χρειαζόμενα του ταξειδιού, και επρομηθεύθηκα τα κατάλληλα εμπορεύματα διά τα μέρη της Ευδαίμονος Αραβίας και Περσίας, εμίσευσα με ένα πλοίον με συντροφιά πολλών πραγματευτών διά εκείνα τα μέρη, και έχοντας επιτήδειον αέρα εις είκοσι ημέρας εφθάσαμεν εις κάποια νησιά αρμόδια διά τας πραγματείας που εφέρομεν, και τας οποίας επουλήσαμεν μέρος, και μέρος αλλάξαμεν με άλλας του τόπου πραγματείας, με σκοπόν να τας φέρωμεν εις άλλα νησιά, και ετοιμαζόμαστε διά να μισεύσωμεν οι εναντίοι μας όμως καιροί μας εμπόδιζον.

Και αφού θα έχη πλοίον... — Λοιπόν; — Θα ειπή ότι τα χρήματα θα τα έχη εις το πλοίον μέσα. Ο Σκούντας εσκυθρώπασεν αύθις. — Είνε δύσκολον, είπε. — Το ειξεύρω. — Ειμπορούμεν ημείς να; — Τι να; — Να ληστεύσωμεν το πλοίον, είπεν ο Σκούντας. — Πιθανόν να μη λάβωμεν ανάγκην να το ληστεύσωμεν. — Αλλά τι; — Να το γδύσωμεν μόνον. — Δεν είνε το ίδιον; είπε μειδιάσας ο Σκούντας. — Κατά τας περιστάσεις.

Τότ' άλλο εφεύρηκ' η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• του Τηλεμάχου ωμοιώθηκε κ' εγύριζε την πόλι, τους άνδρες επλησίαζε, του καθενός ωμίλει, το εσπέρας όλοιτο γοργό καράβι να καταίβουν. 385 κ' εζήτησε απ' τον φωτεινόν Νοήμονα Φρονίδη γοργό καράβι• πρόθυμος εκείνος το υποσχέθη. και ο ήλιος ως βασίλευε, κ' ισκιάζαν όλ' οι δρόμοι, 'ς το πέλαο ρίχνει το γοργόν πλοίον και μέσα βάζει τ' άρμενα όλα, όσα φορούν κολοστρωμένα πλοία, 390 κ' εις τον λιμέν' αράζει το, και γύρω οι λαμπροί νέοι συνάζοντ' όλοι, κ' η θεά καθέναν εμψυχόνει.

Η Λιαλιώ κλαίουσα απεχαιρέτισε την προγονήν της, προς ην έτρεφεν αδελφικά αισθήματα, λεχώ ούσαν και παύσασαν να έχη τον φόβον μη τυχόν αποκτήση μικρόν ετεροθαλή αδελφόν, θείον του νεογνού της, κ' επιβιβασθείσα εις πλοίον μετέβη, ή μάλλον μετεκομίσθη εις την γείτονα νήσον.

Οι μη φαινόμενοι πάσσαλοι παρείχαν μεγίστην δυσκολίαν, διότι είχαν εμπήξει μερικούς, που δεν υψώνοντο υπέρ την επιφάνειαν της θαλάσσης· εις τρόπον ώστε ήτο επικίνδυνον να τους πλησίαση τις, εκ φόβου μήπως εξ απροσεξίας εξοκείλη το πλοίον του ως επί υφάλου. Εν τούτοις κολυμβηταί βυθιζόμενοι, επριόνιζαν αυτούς αντί χρημάτων· αλλ' οι Συρακούσιοι ενέπηξαν πάλιν άλλους πασσάλους.

Επειδή το πλοίον δεν παρελάμβανεν υγιείς, οι θέλοντες να φύγουν μετεχειρίζοντο διάφορα τεχνάσματα διά να φθάσουν και να γίνουν δεκτοί εις την «Ένωσιν». Τινές μετέβαινον εις το πλοίον κολυμβώντες, άλλοι δε, συνδέοντες δύο ασκούς πλήρεις ελαίου, προωρισμένου διά τας εν Αθήναις οικογενείας των, επλησίαζον διά της σχεδίας ταύτης εις το πλοίον και εκραύγαζον: — Για το Θεό, πνίγομαι!

Αφού δε επρομήθευσαν οι Μυτιληναίοι πρέσβεις εις το πλοίον, οίνον και άλευρον και πολλά υπεσχέθησαν, εάν έφθανον εγκαίρως οι εις αυτό εισελθόντες. Τοσαύτη δε κατεβλήθη ταχύτης εις τον πλουν, ώστε οι κωπηλάται εκωπηλάτουν τρώγοντες συγχρόνως άλευρα ζυμωμένα με οίνον και έλαιον, και οι μεν εκοιμώντο, οι δε εκωπηλάτουν αλληλοδιαδόχως.

Το δε βασίλειον των Οδρυσών εξετείνετο προς το μέρος μεν της θαλάσσης από της πόλεως των Αβδήρων μέχρι του στομίου του Ίστρου εις τον Εύξεινον πόντον· την παραλίαν ταύτην πλοίον εμπορικόν, λαμβάνον την συντομωτέραν διεύθυνσιν, δύναται να διέλθη εντός τεσσάρων ημερών και ίσων νυκτών, εάν ο άνεμος πνέη πάντοτε κατά πρύμναν, την δε συντομωτέραν μεταξύ Αβδήρων και Ίστρου κατά ξηράν οδόν ανήρ εύζωνος δύναται να διατρέξη εις ένδεκα ημέρας.

Του συνέβη έν τυχαίον περιστατικόν, Εχεκράτη· διότι η πρύμνη του πλοίου, το οποίον αποστέλλουν οι Αθηναίοι κάθε χρόνον εις την Δήλον, συνέβη τυχαίως να είναι στεφανωμένη από την προηγουμένην της δίκης ημέραν. Εχεκράτης. Αλλά το πλοίον τούτο τι πλοίον είναι; Φαίδων.

Το μικρόν πλοίον, προφανώς υστερήσαν από αντιπνόους ανέμους, εβραδοπλόει εις ουχί μεγάλην απόστασιν από της όχθης, και μέχρις ου φθάση εις το τέρμα, ο σκοπός της αναπαύσεως διά τους Αποστόλους εματαιώθη.