United States or Argentina ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επί δύο ημέρας ο Καίσαρ δεν έλαβε τροφήν και αν και το Παλάτιον επολιορκείτο από πλήθη συγκλητικών και πατρικίων, οίτινες υπέβαλλον τα συλλυπητήριά των, εκείνος δεν ήθελε να ίδη κανένα. Ο Πετρώνιος ήτο ευχαριστημένος, διότι είχε γείνει άφαντος η Λίγεια.

Συγχρόνως δε ασθμαίνων και δρομαίος διασχίζει ο Φιντίας τα πλήθη, και μετά δακρύων πίπτει εις τας αγκάλας του φίλου του Δάμωνος, και ζητεί να λάβη την θέσιν του υπό τον πέλεκυν του δημίου αλλ' ο Δάμων διαφιλονεικεί την θέσιν ταύτην ως ανήκουσαν ήδη εις αυτόν. Ο Φιντίας τότε επαναλαμβάνει ζωηρότερον την απαίτησίν του, ο δε Δάμων επιμένει σταθερώς εις την άρνησίν του.

Διότι μέσα εις τα πλήθη υπάρχουν πάντοτε άνθρωποι κάπως θείοι, όχι πολλοί, άξιοι όμως γνωριμίας όσον φαντασθή κανείς, και αυτοί αναφαίνονται όχι περισσότερον εις τας ευνόμους πόλεις παρ' όσον εις τας μη ευνόμους.

Αυτός ο Ναζωραίος τον προσέβαλε, και λόγος ισχυρότερος ότι έπρεπε να προηγηθή της ελεύσεως του Ηλία. Ο Ιακώβ αντέτεινεν. — Αλλ' ο Ηλίας ήλθε. — «Ο Ηλίας, ο Ηλίαςαπήντησαν τα πλήθη από άκρου εις άκρον της αιθούσης. Όλοι με την φαντασίαν παρετήρουν ένα γέροντα εις την πτήσιν ενός κόρακος, τον κεραυνόν πυρπολούντα ένα ναόν, τους ειδωλολάτρας ποντίφηκας πίπτοντας εις τους χειμάρρους.

Να κάμουν μετερίζι κάθε δρόμο κι αρματωμένοι να χυθούν παντού σκοτώνοντας, σκορπίζοντας τον τρόμο στα πλήθη του πιστού σου του λαού. Κι έτσι τους έφερε άγριος, αφρισμένος εδώ ίσια με το θρόνο σου μπροστά και χίμησε σαν τίγρης μανιωμένος να βάλη στο παλάτι σου φωτιά. Καλούσε το λαό να τον βοηθήση, τον έκραζε μαζί του να χυθή· δεν άφησε υψηλό να μη το βρίση και την πατρίδα αρνήθη την ιερή.

Έλαμπον πρώτα Τα πλήθη αυτών 'σάν άστρα· Εχαίροντο, και τ' άρπαξε Θανάσιμη ώρα. Έχουσι των στεφάνων τους Μαδημένα τα ρόδα, Γυμνά τ' άσπρα βυζία τους, Μιασμένα από τα χείλη Αγρίων βαρβάρων. Να, και οι σωροί περνάουσι Των μαχίμων ανθρώπων, Ένδοξοι ναύται, αείμνηστοι, Ανδρείοι στρατιώται Κ' ήμερος όχλος.

Σαν ο γονός του μελισσιού που ρίχνει και φεύγει από το κρινί και σκαλώνει απανωτό στριμωμμένο στο πρώτο κλωνάρι του κλαριού που τυχαίνει μπροστά του και το κλωνάρι μαυρίζει ολόβολο, έτσι μαύρισαν τώρα τα κάτασπρα εκείνα κι αστραφτερά σα χιόνια μαρμαροσώρια, από τα πλήθη που κόλλησαν απανουθιό τους.

Άγιος είν', ευσεβής τωόντι αυτός ο φόβος, ώστε να σώσης τόσα πλήθη, 'πού αποκάτωτην υψηλήν σου σκέπην ζουν και συντηρούνται.

Έτσι είπε, κι' όχι ο βασιλιάς δεν τούπε ο Αγαμέμνος, 895 Μον του Μηριόνη τούδωκε το χάλκινο κοντάρι· και πήρε αφτός το πλουμιστό λεβέτι, και του κράχτη Ταρβύθη τόδωκε έπειτα ναν του τα πάει στα πλοία. Και τα παιχνίδια πια σκολνούν, και γύρω στα καράβια σκορπούν τα πλήθη εδώ κι' εκεί, και νιάζουνται να φάνε κι' ύπνο γλυκόνε να χαρούν.

Μετά βραχείαν όμως πάλην κατίσχυον των αντιπροσώπων της τάξεως οι της αταξίας· ο ηνίοχος, πειραθείς να προχωρήση, εκρημνίζετο εκ της έδρας του, οι ίπποι απεζεύγοντο και την θέσιν αυτών ελάμβαναν ολίγα λογικά όντα, μεταβληθέντα εις άλογα υπό του ενθουσιασμού, ενώ ορθή εν τη αμάξη, πατούσα επί στιβάδος ανθέων και ως όνειρον ωραία υπό το φως των βεγγαλικών λαμπάδων, ηυχαρίστει, η Ροζάτη Γαλέττη τα επευφημούντα πλήθη κράζουσα: «Crazie, Signori, e troppo