Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τους ναύτες όχι· μήπως εκείνοι τους εγέννησαν; Έκλαιαν τα χέρια που ήσαν ανίκανα να τους αποδώσουν δουλεύοντας την προκαταβολή. Τα χαμένα χρήματά τους έκλαιαν. Και τα περισσότερα είχε χαμένα ο Πέτρος Πίπιζας. Κάπου δεκαπέντε χιλιάδες δραχμές. Άφες τη ζημία· δεν είχε και ανθρώπους αρκετούς να κάμη τη δουλειά του.

Δηλαδή, καθώς εις την δοσοληψίαν λαμβάνουν περισσότερα όσοι συντελούν περισσότερον, το ίδιον λέγουν ότι πρέπει να γίνεται και εις την φιλίαν. Αλλά ο ελλιπής και ο χειρότερος φρονούν το αντίθετον. Δηλαδή ότι ο καλός φίλος φαίνεται, όταν βοηθή τους έχοντας ανάγκας.

Μήπως λοιπόν τούτο συμβαίνει και εις την ψυχήν, ώστε, έστω και κατ' ελάχιστον, μία ψυχή να παθαίνη το ίδιον, δηλαδή μία ψυχή να είναι περισσοτέρα και καλυτέρα ή χειροτέρα και ολιγωτέρα από μίαν άλλην; Παντάπασιν, είπεν ο Σιμμίας.

Ή δεν είναι αληθινόν, είπεν ο Σωκράτης, ότι, αν όλα τα μέρη της έλθωσιν εις συμφωνίαν καλύτερα και περισσότερον, αν είναι δυνατόν να γείνη τούτο, θα είναι τότε καλυτέρα και περισσοτέρα αρμονία, αν δε χειρότερα και ολιγώτερον, θα είναι χειροτέρα και ολιγωτέρα αρμονία; Βέβαια, είπεν ο Σιμμίας.

Ο δε τύμβος ας μην αποτελή όγκον υψηλότερον από το έργον πέντε ανδρών, εργαζομένων επί πέντε ημέρας. Αι δε μαρμάριναι στήλαι να μη γίνωνται μεγαλίτεραι από όσον δύνανται να χωρέσουν τα εγκώμια του βίου του αποθανόντος, τα οποία να μην είναι περισσότερα από τέσσαρας ηρωικούς εξαμέτρους στίχους.

Πήγαμε ίσαμε κάτω στου Ρουφ. . εκεί έχει τα περισσότερα, γι’ αυτό αργήσαμε- Και της τα σκόρπισε απάνω στην κουβέρτα. . . Κ' έπειτα σα νάθελε, ξέχωρ' απ’ τα λουλούδια να της δώση πάλι και λίγο απ’ τον εαυτό του-από ‘κείνο που της πήρε το πιο πολύτιμο ! έγειρε αποπάνω της, κοντά στο πρόσωπό της... Η Βεργινία, όταν τον είδε νάρχεται κοντά της με τα λουλούδια, είχε ανοίξει διάπλατα τα μάτια της, σαν από τρόμο, και τα ξανάκλεισε, καθώς της τάρριχνε τα λουλούδια απάνω στο κρεββάτι, σα για να μην τα ιδή.

Τον ήκουες πώς μ' έκαμνε και γελούσα; — Όχι, είπον, εκείνον δεν τον ήκουα, αλλά ήκουα σε, και τόσω περισσοτέρα ήτον η ευχαρίστησίς μου. Δεν ηξεύρεις πόσον μουσική μ' εφαίνετο η φωνή σου, πόσον ωραία! — Κατεργάρη! — ανέκραξεν η κόρη, δυσπίστως μορφάζουσα. — Αφού λοιπόν θέλεις να με κολακεύης, άκουσε να σε πω.

Ο περίβολος διά να κτισθή εστοίχισε πολλά, ίσως περισσότερα ή όσα ήξιζε το κτήμα· αλλά δεν τον έμελε δι' αυτά τον κυρ Μόσχον θέλοντα να έχη χωριστόν οιονεί βασίλειον δι' εαυτόν και διά την ανεψιάν του. Έκτισεν εις την άκρην πυργοειδή υψηλόν οικίσκον, με δύο πατώματα, εκαθάρισε και περιεμάζευσε τους εσκορπισμένους κρουνούς του νερού, ήνοιξε και πηγάδι προς κατασκευήν μαγγάνου διά το πότισμα.

Δεν είχε ούτε δένδρα, ούτε σκιές, ούτε διαβάτες. Το χώμα του ήτανε ξερό, το χρώμα του μονότονο κάτω απ' το φως του δειλινού. — Ας πάω εγώ! είπα μέσα μου. Κάτι θα ξέρη ο δυστυχισμένος αυτός παραλυτικός. Οι δυστυχισμένοι ξέρουν πάντα περισσότερα απ' όλους εμάς τους άλλους. Άφησα το ζητιάνο και τον κόσμο, που περνούσε ατέλειωτος στη μεγάλη στράτα, κ' έσχισα βιαστικά τον κάμπο.

Ο Κύριος Σουσαμάκης, υπάλληλος του γραφείου όπερ διευθύνει ο κύριος Παρδαλός, ενυμφεύθη πρό τινων μηνών, τη αγαθή συμπράξει του προϊσταμένου του, πλουσίαν τινα νύμφην εκ Πατρών, έχουσαν μεν ένα οφθαλμών ολιγώτερον αυτού, αλλ' εις αποζημίωσιν του ελλείποντος οφθαλμού δεκαπέντε έτη ηλικίας περισσότερα, και εις αποζημίωσιν των περισσευόντων δεκαπέντε ετών τριάκοντα πέντε χιλιάδας δραχμών προίκα.