United States or Guyana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε η νέα αφού τον εβεβαίωσεν ότι αυτή δεν ήθελεν αλησμονήσει την δεξίωσιν, και τες χάρες που της έκαμεν, εμίσευσε και επήγεν εις τον πατέρα της, και εδιηγήθη τα όσα απέρασε, και τα όσα είδεν.

Καθένας από αυτούς που με ήκουεν εβλασφημούσε τον δολερόν γέροντα διά την επιβουλήν του, και διά την ανομίαν του· μετά τούτο ερώτησα τον καπετάνιον διά τον πατέρα μου και λιπούς# εδικούς μου, και διά όλους μου έδωσε καλές είδησες. Και αφού και τον εξέταξα πάλιν διαφόρως επάνω εις τα του πατρός μου, γυρίσαμεν την ομιλίαν επάνω εις τον επίβουλον γέροντα.

Και ωσάν της εφίλησα το χέρι, μου λέγει ότι λογής και αν είνε η φαιδρότης της κλίσεώς μου, που διά σε προσφέρω, δεν ημπορώ να κάμω αλλέως, παρά ετούτην την νύκτα θα δώσω τελείωσιν της ευτυχίας σου, διά να σε στεφανωθώ· υπάγω το λοιπόν διά να εύρω τον βασιλέα πατέρα μου διά να τον παρακαλέσω να σου χαρίση την ζωήν, τόσον εσένα, ωσάν και του συντρόφου σου· επειδή και η Μυρόφια η εμπιστευμένη μου σκλάβα, δείχνει και αυτή πολλήν κλίσιν αγάπης προς αυτόν.

Ο μικρός ο Λεωνίδας, πούχε ακούσει τα μισά της λόγια, γύρισε και κύτταξε τον πατέρα του. — Δε μου λες, πατέρα, τρελλάθηκε η θειά η Ταρσίτσα; Ο παπάς κούνησε το κεφάλι του: — Ή τώρα τρελλάθηκε, παιδί μου, ή τώρα βρήκε τα λογικά της. «Άδηλα και κρύφια» τα μέσα του ανθρώπου... «Μ' έφαε το σκυλί

Εις τούτο το αναμεταξύ η φήμη της ευμορφιάς της εξηπλώθη εις όλα τα μέρη της ανατολής και πολλοί βασιλείς επάνω εις τας διήγησες που δι' αυτήν άκουαν, άναπταν από επιθυμίαν να την αποκτήσουν, και όλοι εις ένα καιρόν έστειλαν πρέσβεις εις τον πατέρα της τον βασιλέα διά να του την ζητήσουν διά γυναίκα.

Αυτά 'πε· και άκουσ' ο υιός τον ποθητόν πατέρα, και την βυζάστρα κάλεσεν Ευρύκλεια και της είπε· 15 «Ταις κόραις, μάννα, κράτει μουτα μέγαρ', ως να θέσω τα πατρικά μου τ' άρματατον θάλαμο, τα ωραία· μου τ' αφανίζ' όλα ο καπνόςτο σπίτι αμελημένα, αφού λείπει ο πατέρας μου· κ' εγώ μικρός τότ' ήμουν· θα τα φυλάξω τώρα εκεί 'που λάμπα δεν θα φθάση». 20

Άλλως ο Γιώργης τ' Παναγιώτ' δεν του έδωσε καιρόν να σκεφθή, διότι κύψας εις το ους του ήρχισε με πονηρόν μειδίαμα να του λέγη. — Μ' πήρες απ' του κατάμερου του Γιώργη του Τρυουλόου, μ' πήρες κη τσ' Μιχουγιανναίοι, πατέρα κη γυιό, μ' πήρες κη τσ' τέσσιρις Μαυρουδ'μαίοι, κι' απουμείναμι λιουστοί στουν άι-Χαράλαμπου. Υ παπάς ο άιχαραλαμπίτ'ς λείπ', ξέρ'ς, είνε στουν Κουτκιά μέσα, στα χουριά.

Είνε βαρύς! απαντά σπεύσασα η Γερακούλα και προσπαθούσα να μετακινήση το εύρημα. Ο γέρων εδιπλασίασε την περιέργειάν του και κουτσά-κουτσά με τα δύο ραβδία του προέβη μέχρι της λόχμης. Όλαι περικυκλούσι τότε τον γέροντα, καθήσαντα εκεί και προσπαθούντα ν' ανοίξη το δοχείον. — Δεν φοβάσαι πατέρα; υπέλαβον αι νεάνιδες, ως εάν ήτο το δοχείον εκείνο φωλεά όφεωνΣωπάτε!

Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• 30 «Μετά χαράς, πατέρα μου• γι' αγάπη σου εδώ ήλθα εσέ να ιδώ και να μου ειπής, αν εις τα μέγαρά μου ακόμ' είναι η μητέρα μου, ή κάποιος των ηρώων ήδη την ενυμφεύθηκε, και η κλίνη του Οδυσσέα μένει από στρώματα ορφανή και καταραχνιασμένη». 35

Οσάκις η μήτηρ του επαινούμενον ή εστεφανωμένον, με δάκρυα χαράς, έσφιγγεν αυτόν εις τας αγκάλας, ο Κοριολάνος εθεώρει εαυτόν αληθώς ευτυχή. Εφρόντιζε δε, ως καλός υιός, να διπλασιάζη το προς την μητέρα του σέβας και την προς αυτήν αγάπην και υπακοήν του, προσφέρων εις αυτήν και το σέβας, και την αγάπην, και την υπακοήν, την οποίαν προς τον αποθανόντα πατέρα του εχρεώστει.