Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025
Αυτό μ' έγγιξεν εκεί που με πονούσε. Τα γράμματά σου δεν ήρχοντο τακτικά, γιατί τα άνοιγαν στον δρόμο. Και δεν φθάνει, που δεν άφηναν μέσα τίποτε, μόνον ύστερα εντρέπονταν να τα φέρουν ανοιγμένα, και έτσι έμενα εγώ χωρίς ειδήσεις σου, κ' εκαθόμουν κ' έκλαια. Μολαταύτα δεν του είπα τίποτε. Τόσον καιρό υπόφερα, ας υποφέρ' ακόμα.
Θα φέρουν την είδησι στο Βασιληά: θα ιδούν την τρυφερότητα να γίνεται μανία, τον Τριστάνο διωγμένο ή σκοτωμένο, και της Βασίλισσας τα μαρτύρια. Εφοβούντο μολαταύτα το θυμό του Τριστάνου. Αλλά στο τέλος το μίσος ενίκησε τον τρόμο: μια μέρα οι τέσσερες βαρώνοι εζήτησαν ακρόασι από το Βασιληά Μάρκο. Και ο Αντρέ του είπε: — Ωραίε Βασιληά, δίχως άλλο η καρδιά σου θα οργισθή.
Πώς μπορεί να βρίσκεται δω ο Τριστάνος; Πώς θάφευγε μπροστά σας; Πώς δε θα σταματούσε άμα άκουγε τόνομά μου; — Μολαταύτα, Βασίλισσα, τον είδα, και μάλιστα του πήρα ένα από τάλογά του. Κυττάχτε το κει κάτω σελλωμένο στ' αλώνι». Αλλά ο Μπλεχερή είδε τη Βασίλισσα θυμωμένη. Λυπήθηκε, γιατί αγαπούσε τον Τριστάνο και τη Βασίλισσα. Την άφησε, μετανοιώνοντας που μίλησε.
Ήθελε να τον μισή μολαταύτα: δεν την είχε περιφρονήσει κατά ένα χυδαίο τρόπο; Ήθελε να τον μισή. Και δεν μπορούσε. Και η καρδιά της ήτανε θυμωμένη για την τρυφερότητα αυτή, την πειο οδυνηρή από το μίσος. Με αγωνία τους παρατηρούσε η Βραγγίνα. Και πειο σκληρά ακόμη βασανιζότανε αυτή, που μόνη ήξερε τι κακό είχε κάμει.
Όπωσδήποτε πρέπει να προσπαθήσωμεν και να είμεθα πρόθυμοι. Πώς όχι; Λοιπόν ας ειπούμεν εις αυτούς: Φίλοι συντηρηταί των νόμων, ημείς εις κάθε ζήτημα διά το όποιον θέτομεν τους νόμους παρά πολλά θα παραλείψωμεν. Διότι αυτό είναι επόμενον. Μολαταύτα, εις όσα δεν είναι μικρά, και το σύνολον όσον εξαρτάται από τας δυνάμεις μας δεν θα το αφήσωμεν αδιαφώτιστον με κάποιαν σκιαγραφίαν.
Κατάκοιτος μπρος στα κύματα περίμενε το θάνατο. Σκεφτότανε: «Μ' εγκαταλείψατε λοιπόν, Βασιληά Μάρκε, μένα που έσωσα την τιμή του τόπου σας; Όχι, το γνωρίζω, ωραίε θείε, ότι θα δίνατε την ζωή σας για τη δική μου. Αλλά τι μπορεί η αγάπη σας; Πρέπει να πεθάνω. Μολαταύτα είνε γλυκό πράγμα να βλέπη κάνεις τον ήλιο, και η καρδιά μου είναι τολμηρή ακόμη.
Όσο για τον Τριστάνο, αφού σε τρεις ημέρες παράδινε τη Βασίλισσα στα χέρια του Βασιληά Μάρκου, στον Επικίνδυνο Πόρο, όφειλε ύστερα να περάση τη θάλασσα και να φύγη». «Θεέ! είπε ο Τριστάνος. Τι, πόνος να σε χάσω, φίλη! Είναι ανάγκη μολαταύτα, αφού μπορώ έτσι να σε γλυτώσω απ' όσα εξ αιτίας μου υπέφερες. Όταν θάρθη η στιγμή να χωριστούμε, θα σας χαρίσω ένα δώρο, εγγύησι της αγάπης μου.
Έρχεται στο κρεββάτι του Τριστάνου και λέει: «Φίλε, ο Καερδέν φθάνει. Είδα το καράβι του στη θάλασσα. Σιγά-σιγά προχωρεί. Μολαταύτα το αναγνώρισα. Ο Θεός να δώση να σου φέρη τη γιατρειά σου» Αναταράζεται ο Τριστάνος. «Ωραία φίλη, είσαστε βέβαιη ότι είναι το καράβι του;! Λοιπόν, πέστε μου τι πανί έχει. — Το είδα καλά. Το έχουν ολάνοιχτο και τεντωμένο πολύ ψηλά, γιατί ο άνεμος είναι αλαφρός.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν