United States or Bolivia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έχω ακούσει εγώωωω! Είπεν ένας μπαλωμένος θερμαστής, ενώ οι άλλοι τον κοροϊδεύανε. — Μουσικές αναμνήσεις από την Ιταλία, σεγοντάρησεν άλλος. Στην πλώρη ετοιμάζανε τις μπίγες, τα ζεμπίλια, τα φτιάρια, τα παλάγκα, τα καραβόπανα, για τη συνέχιση της πρωινής ανθράκεψης. Εδώ η μουσική ήτανε χοντρή, βαρειά, σκοτεινή, στάζοντας ίδρωτα και βαρυγκομιά. Μουσική τονισμένη αποκλειστικά για τους ναύτες.,,

Έπεσε σε μιαν αλέγρα μουσική, πεταχτή, πεταχτή, σα να κελαδούσαν πουλιά ευτυχισμένα, σα να φιλούνταν αγαπημένα χείλη, σα να ρουφούνταν αναπνοές, σα να πιπιλίζουνταν γλώσσες, σα ν' αγροικούνταν τρελλά γέλοια έρωτα αχόρταγου, σα νάτριζαν ηδονικά σφιγμένα κορμιά, αγκαλιασμένες σάρκες, σφιγμένα κόκκαλα.

Φιλήματα, ον δεν αρκεί βίος ανθρώπου ίνα εξαλείψη τα ίχνη εκ των χειλέων, αλλ' ο θάνατος μόνος αρπάζει αυτά εκ του στόματος. «Φύγωμεν, Αϊμά, επανέλαβεν ο νέος, φύγωμεν! » Και ο ήχος της λέξεως ταύτης συνέπιπτε παραδόξως με τον κρότον των φιλημάτων. Ποία γραφική δύναται να παραστήση το είδος του φιλήματος; Ποία μουσική ισχύει να μελοποιήση τον ήχον αυτού; «Φύγωμεν, Αϊμά, φύγωμεν, φιλτάτη μου Αϊμά!

Αίφνης ηκούσθη ηδεία μουσική εκ της θαλάσσης, και πάντες εσπεύσαμεν προς την πλευράν του πλοίου, όθεν ήρχοντο οι ήχοι της. Μεγάλη Νεαπολίτις λέμβος έφερεν ένα των συνήθων μουσικών ομίλων, των επαιτούντων περί τα καταπλέοντα πλοία. Επί του χαμηλού μεσαίου ιστού της ευρίσκετο, ανάσκελα προσδεδεμένον, πλατύγυρον αλεξίβροχον, εντός του οποίου έφεγγεν ευμεγέθης φανός.

Η μουσική ετυμολογία με πάσαν θυσίαν αποφεύγει την πλησίασιν ωραίας λέξεως προς άλλην όλως κακέμφατον, ή και απλώς αντιφατικήν. Εις τοιαύτας περιστάσεις η γλώσσα προτιμά να μην εφαρμόση τους ευφωνικούς και αναλογικούς κανόνας και να αποτελέση εξαίρεσιν του κανόνος.

Τότε θα είχα εις τας χείρας μου και αυτόν τον Αενόβαρβον· αλλ' αυτό θα ήτο δι' εμέ μεγάλη φροντίς και προτιμώ ακόμη την ζωήν, την οποίαν διάγω, μάλιστα και με τους στίχους του Καίσαρος. — Οποία επιδεξιότης να μεταβάλης τον ψόγον εις κολακείαν! Έχων πολύ ανοικτήν την φωνήν του την ημέραν εκείνην ησθάνετο ότι η μουσική του εγοήτευε τους ακροατάς.

Κανένα τραγούδι δεν εφτέρωνε τανάλαφρα πόδια, μα τα ωραία κινήματα μοιάζανε σαν μουσική και τανεμίσματα των πέπλων μέσα στο φως μοιάζανε με τραγούδι. Ζευγάρια ζευγάρια ήσανε ξαπλωμένα κάτω απ' τις ασημένιες λεύκες. Ένας νέος ακουμπούσε το ωραίο κεφάλι πάνω στα λευκά στήθια μιας κοπέλλας και είχε τα μάτια του κλειστά και τα χείλια καρφωμένα.

»Αλλ' ο κόσμος ούτος ο ιδανικός και ωραίος, ον απεκάλυψεν εις την ψυχήν ημών η μουσική, θαμβώνει αίφνης και την όρασιν ημών, υψουμένης της αυλαίας. Η σκηνή παριστά ιερόν τι άλσος· εις το βάθος αυτής, επί της κορυφής χλοερού λοφίσκου, στίλβουσιν αι στήλαι αρχαίου ναού, και κατωτέρω, υπό το φύλλωμα μεγαλοπρεπών δένδρων, τα ύδατα διαυγούς λίμνης.

Άλλοι παίζουν μουσική, άλλοι χορεύουν, άλλοι προσεύχονται, άλλοι μεθούν, κι ύστερα όλοι φεύγουν…» «Φεύγουν; Και πού πάνε;» «Εννοώστις παράγκες τους, για να ξεκουραστούν.» «Και τι γλώσσα μιλάνε;» «Γλώσσα; Όλες τις γλώσσες. Εγώ μιλούσα τη γλώσσα της Σαρδηνίας με τους συντρόφους μου…» «Α, ώστε είχες συντρόφους από τη Σαρδηνία;» «Είχα μερικούς συντρόφους από τη Σαρδηνία: ένα γέρο κι ένα νέο.

Γίνετ' άφαντος μέσα στες βροντές· έπειτα με γλυκεία μουσική ματαμπαίνουν η Μορφές, και χορεύοντας και κάνοντας διάφορα σχήματα παίρνουν το τραπέζι. Άξια επαράστησες τα σχήμα αυτής της Αρπυίας, Αριέλ μου· ήταν χαριτωμένη ενώ εκατάτρωγε.