Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025
Ο Γκεσούλης δεν έκανε καμμιάν αντίσταση κι' ακολούθησε τη νεκροπομπή με το κεφάλι κάτω και την ουρά στα σκέλια, βαδίζοντας στο πλάγι του μουλαριού, πούχε φορτωμένο τον αφέντη του.
Ο Φετάνης στο δρόμο αρρώστησε από πονόκοιλο και πήγαινε «στάσου εδώ» και «στάσου εκεί». Ο Λέντζος, κι' επειδή τον λυπήθηκε κ' επειδή ήθελε να φτάση το βράδυ στα Γιάννινα, κατέβηκε από το μουλάρι κι' έβαλε τον Φετάνη καβάλλα, αλλ' ο Φετάνης κοντοβαστούσε το μουλάρι, λέγοντας ότι το γοργοπερπάτημα του μουλαριού του μεγάλονε τον πόνο.
Γιατ' όταν ήρθε η ώρα να ξεκινήσουμε πάλι, κι ο αγωγιάτης με τους δυο πεζοδρόμους έμειναν να ράψουν την ίγγλα του μουλαριού και να ξαναφκιάσουν την καβάλα της, ο νιόγαμπρος φρόντισε να κατασυχάση και να συνοδέψη την ξαφνισμένην καλή του, κ' η δόλια η κόρη, εκτός που θα 'μνησκε μόνη της πίσω, μα στενοχωριότουν κιόλας να ξανανέβη στο ζώο που την έρριξε.
— «Τσιγκ-τσαγκ, τσιγκ-τσαγκ, τσιγκ-τσαγκ!... » Χτυπάει ο σήμαντρος! Γλυκοχαράζει βαθυά η ανατολή μέρα με ξαστεριά. Όλο το Μικρό Χωριό ανοίγει τες θύρες του. Πηγαίνει στην εκκλησιά κι' είναι βέβαιο, ότι το ίσκιωμα πήρε με την ώρα του το δρόμο του ποταμού. Και στα σωστά φαίνονταν ο τορός του μουλαριού ψηλά στο χιόνι να καταιβαίνη στον ποταμό.
Το &φάνισμα& του ξένου τώμαθε το Μικρό Χωριό από τες γυναίκες, που πήγαν στο ποτάμι για νερό, αλλά πάντεχαν, ότι θάχε κανένα γνώριμο στο χωριό, κι' ότι πήγε εκεί, αλλά τα γαυγίσματα των σκυλλιών, «γκάβου.. γκάβου.. γκάβου.. » το ποδοβολητό του μουλαριού «γκρουπ.. γκρουπ.. γκρουπ.. » και το λάλημα του κυπριού «τριγκ.. τριγκ.. τριγκκκ.. » έδωσαν εις το Μικρό Χωριό να καταλάβη, ότι ο ξένος δεν πήγε σε κανένα σπίτι, κι' ότι δεν είχε κανένα γνώριμο στο χωριό.
Νους, γλώσσα, χέρια, ποδάρια, κορμί είχαν όλα πιαστή από τη χαρά. Ο παπάς βλέποντας, ότι οι εξορκισμοί του έφεραν ανεπάντεχα καλά, έπαψε το διάβασμα, κι' όλοι, όσοι βρίσκονταν εκεί, άντρες και γυναίκες και παιδιά, ξεφώνησαν από τη χαρά τους, ενώ το κυπρί του μουλαριού ακούονταν, που λαλούσε όξω στην αυλή «τριγκ-τριγκ-τριγκ- τριγκκκκ.....»
Τότε το φόρτωμα του μουλαριού μ' έφυγε από την αγκαλιά που το βάσταγα πάσχοντας να τ' ανασηκώσω, και κύλισε 'ςτά ποδάρια μου μέσ' το νερό το θολωμένο. Όταν εγύρισ' από το χωριό, με μέρες, είδα παράμερα του δρόμου εδώ έναν ξέρακα ουρανογείτονα περιγδαρμένον από τη φλούδα κι από τα κλωνάρια του. Ήτον ο έλατος ο τρανός, πούχε κάψει τ' αστραποπέλεκο δίπλα μου τώρα.
Η Κώσταινα, επειδής είταν μοναχή της, δεν εδέχονταν ξένους χωρίς γνώρο, αλλ' ακολουθούσε με τ' αυτί το ποδοβολητό του μουλαριού «γκρουπ... γκρουπ... γκρουπ... » και το γλυκό λάλημα του κυπριού «τριγκ.. τριγκ.. τριγκ... » Ο αγνώριστος ξένος δέκα φορές έφερε το Χωριό άνω κάτω. Ξέταξε όλα τα σπίτια ένα-ένα, σα νάθελε να βρη καμμιά εξώθυρα γνώριμη, αλλά έχανε τον κόπο του του κάκου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν