United States or Namibia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το παράπονο από το ακορντεόν του Τσουαναντόνι έφτασε βαθειά στο χάος του πόνου της Νοέμι, σαν ένα μακρινό φως. Το αγόρι τραγουδούσε, συνοδεύοντας τη μουσική του, και η φωνή του θλιμμένη από μια ανέκφραστη μελαγχολία γέμιζε τη νύχτα με γλυκύτητα και λάμψη. Η Νοέμι, γονατιστή ακόμη κοντά στο κάθισμα όπου βρισκόταν το ξόδι της ντόνας Ρουθ, ανασήκωσε το βλέμμα και κοίταξε τριγύρω. Ήταν μόνη.

Εγώ, γιαγιά μου, το ξέρεις, τόσες φορές σου τόχω πει, θέλω να είμαι λεύτερη, πάντα λεύτερη. Να παίζω, να τραγουδώ, να λέω τα λόγια μου πάντ' ανοιχτά. Μα ο πατέρας είν' εδώ, μια πίεση φοβερή, μια εξουσία, ένα μάτι που μου κόβει τη χαρά, που μου στερεί τη ζωή, τον αέρα, που μου φέρνει τη μελαγχολία.

Ταλμούχ, του λέγει, εσύ είσαι ένας άνθρωπος παράξενος, που κανένα πράγμα δεν σε κάνει να γελάσης, αλλά στέκεις έτσι σοβαρός και σκυθρωπός πάντα. Και είναι σχεδόν δέκα χρόνοι, που είσαι εις την δούλευσίν μου, και ποτέ δεν σε είδα να γελάσης· τι θέλει να ειπή τούτο, και από τι προέρχεται αυτή η μελαγχολία σου;

Ακριβώς το συγκινητικά συνηθισμένο της ιστορίας αυτής με τις διάφορες ασήμαντες λεπτομέρειες κατασύντριψε τους ξένους· γύμνωσε τα όνειρά μας από τη λαμπράδα της χίμαιρας και μας πλημμύρισε με σιωπηλή μελαγχολία.

Η σοβαρότης αυτή εκπλήττει τον φίλον του όστις, αποδίδων αυτήν εις άλλας αφορμάς, συχνά τον πειράζει, δεν εκπλήττει όμως την Αρσινόην, αλλά την ανησυχεί, φοβουμένην μη η ασυνήθης αύτη μετατροπή κρύπτη καμμίαν παγίδα . . . Ο καιρός όμως παρέρχεται και η Αρσινόη δεν έχει λόγους να φοβήται· απ' εναντίας τώρα λυπείται . . . Ο Φωκίων είνε σκυθρωπός και η μελαγχολία του, ολίγον κατ' ολίγον, μετεδόθη και εις την Αρσινόην, ήτις μόνον ενώπιον του συζύγου προσποιείται την εύθυμον.

Οι δε οφθαλμοί του ήστραπτον, αι παρειαί του εφλόγιζον, αι χειρονομίαι του ήσαν εκφραστικώταται, και η φωνή του μελωδική. Σέβας και ενθουσιασμός εκυρίευον τον Γεροστάθην οσάκις περί της φιλοπατρίας των προγόνων μας επρόκειτο· λύπη δε και μελαγχολία εζωγραφίζοντο επί του προσώπου του, ότε περί των δεινών της πατρίδος ανέφερεν.

Όταν προ δυο βδομάδων ήρθα στο χωριό, ήμουν τόσο χαρούμενος, με τόσες ελπίδες ευτυχίας, και τώρα είχα την απελπισία στη ψυχή. Κη μελαγχολία μου φάνηκε στη μορφή μου. Ωχρίαζα κιαδυνάτιζα, ως έλεγεν η μητέρα μου, κιαυτό το μεταχειρίστηκε ως πρόφαση εναντίο του Βαγγελιού.

Είτανε σα να με παραφύλαγε μέσα μου μια κακή προαίστηση, μια ακατανίκητη μελαγχολία και μ' εμπόδιζε νακολουθήσω το φτερούγισμα των αιστημάτων της.

Αλλά τα λόγια αυτά δεν παρηγορήσανε τον Αγαθούλη. Η μελαγχολία του μεγάλωσε κι' ο Μαρτίνος δεν έπαυε να του αποδείχνη, πως υπήρχε πολύ λίγη αρετή και πολύ λίγη ευτυχία πάνω στη γη, εξόν από το Ελδοράδο, όπου όμως κανείς δε μπορούσε να πάη.

Αλλ' όταν απομακρυνθείς τους αφήκα εις την οδόν Πανεπιστημίου, η μελαγχολία και οι φόβοι τούς είχον κυριεύσει εκ νέου και ένας εξ αυτών έλεγε: — Φαντάσου όμως να σ' αφήσουν στην ίδια τάξι! Με τι μούτρα θα πας να το πης του μπαμπά; Επεθύμουν να ήμουν εις την ηλικίαν των, αλλά χωρίς να έχω τας εξετάσεις των. Συμβαίνει ενίοτε να βλέπω καθ' ύπνον ότι δίδω εξετάσεις και με κόβει κρύος ιδρώς.