United States or Hungary ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το βρακίον του ήτο κυανούν βαθύ με πυκνάς πτυχάς· το φέσιόν του κατακόκκινον ως παπαρούνα, η τσάκα του στιλπνή εκ μαύρου εριούχου και ετριζοκοπούσαν τα υποδήματά του εν τη σιγή της ερήμου οδού, συνεχώς και αδιακόπως κροτούντα, ενώ οι κτύποι της καρδίας της Μιλάχρως μόνον υπ' αυτής ηκούοντο. Και όμως ενόμιζεν η πτωχή ότι τους ήκουεν όλος ο κόσμος, διότι όλος ο κόσμος ήξευρε τα παθήματά της.

Την άσπρη λαμπάδα της πίστης και της ανησυχίας όπως την κράτησεν η γενιά μας όλη ανάμεσα στους κόμπους των λιγνών της δαχτύλων. Το φως της ερόδισε των προγόνων μας το βυζαντινό πρόσωπο και κυνήγησε το σκοτάδι μέσ' της ρεματιές των ρυτίδων τους και στα σπήλαια των ματιών τους. Στη ρίζα βουνού μαύρου από έλατα σταυροκοπήθηκαν αυτοί μπροστά σε αθώες σβυσμένες τοιχογραφίες.

Αντικρύ, παρά την ρίζαν ενός σχοίνου, ίστατο μεγάλη οκταόκαδος φλάσκα. Εκ του τρόπου μεθ' ου ίστατο ακουμβημένη εις το κλαδίον του σχοίνου εφαίνετο πλήρης οίνου, μοσχάτου και μαύρου μεμιγμένου.

Στη μέση της είχε στηθή ολόρθος μασαλάς σιδερένιος κι απάνω του καίονταν αδιάκοπα χοντρές σχίζες δαδιού πώχυναν γύρα φανταστική αναλαμπή και βαριά μυρουδιά κ' εγιόμοζαν τον αγέρα από σύγνεφα μαύρου κατάπυκνου καπνού. Οι πανηγυριστάδες, σα να μην έφταναν οι αμέτρητοι εκείνοι πούχαμεν εύρει εμείς εκεί, εξακολουθούσαν νάρχονται ακόμα μπουλούκια μπουλούκια και καλοφορεμένοι όλοι τους.

Και πόσο ανεπαρκώς το κάνει, ζητώντας να παραδεχτούμε το σαρίκι του Μαύρου ως σύμβολο της υψηλής λύσσας του Οθέλλου ή έναν κρονόληρο σε μια φουρτούνα ως την άγρια μανία του Ληρ! Κ' εν τούτοις φαίνεται σαν τίποτε να μη μπορή να το σταματήση.

Πολύ τον πιέζει, πολύ τον στενοχωρεί η μόνωσίς του. Τόσον, όπου η φιλοσοφία, ης επικαλείται την αρωγήν, υποχωρεί ανίσχυρος προ του μαύρου φάσματος πραγματικής συμφοράς.

Την στιγμήν εκείνην, ηκούσθησαν και τα πρώτα συρίγματα του ατμοπλοίου, καταπλέοντος εκ Πειραιώς. Εγλυκοχάραζε πλέον. Εν τω μέσω του κενού λιμένος έπαιζον τα φώτα του μαύρου πλοίου, φεγγοβολούντα ακόμη. Ελαφρά πρωινή αύρα έπνεε.

Τα φοβερά ταύτα ζώα εκαλούντο Αρλεκίνοι εκ του ομοιάζοντος το προσωπείον Αρλεκίνου μαύρου αυτών ρύγχους και, πριν ή χρησιμοποιηθώσιν ως μυοκτόνοι, εξετέλουν καθήκοντα οία τα των αρχαίων μονομάχων εν τω ρωμαϊκώ αμφιθεάτρω, σπαράσσοντες αλλήλους κατά τας πανηγύρεις προς διασκέδασιν του πλήθους, ή και παλαίοντες κατά ταύρων.

Οι καλοί ναύται ηθέλησαν να τω προσφέρωσι πουντς και άλλα θερμά ποτά. Αλλ' άμα ανοίξας τους οφθαλμούς ο μπάρμπα-Διόμας, διά του πρώτου βλέμματος είδε βαρέλια. Το πλοίον ήτο φορτωμένον οίνους. — Όχι πουντς, όχι, είπε διά πεπνιγμένης φωνής· κρασί δώστε μου! Οι ναύται τω προσήνεγκον φιάλην πλήρη ηδυγεύστου μαύρου οίνου, και ο μπάρμπα-Διόμας την ερρόφησεν απνευστί.

Όπισθεν του πρώτου πρασίνου βουνού, άνωθεν του οποίου είχεν ανατείλει η σελήνη, βουνού μαύρου την νύκτα και σκοτεινοφαίου τώρα με της σελήνης το φως, ύψωνε την κορυφήν του υψηλόν όρος και λευκόν, πότε χιονοσκέπαστον, πότε γυμνόν και βραχώδες. Εκεί ήτο η πατρίς, ο τόπος της γεννήσεώς της.