Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 12 Ιουνίου 2025
Πρέπει, τουναντίον, να νομίζωμεν, ότι η αυτή ποιότης χρώματος, ήτις παρατηρείται εκτός, η αυτή υπάρχει και εντός. 7. Φαίνεται δε ότι και ο αήρ και το ύδωρ χρωματίζονται , διότι χρώμα είναι και η υπόλαμψις αυτών . Αλλ' εδώ μεν επειδή το χρώμα είναι εις αδιόριστον σώμα , ούτε ο αήρ ούτε η θάλασσα έχουσι το αυτό χρώμα, όταν τα βλέπωμεν εγγύθεν πλησιάζοντες, και όταν μακρόθεν.
— Εκείθεν απετόλμησαν δύο-τρεις βαρκούλες κ' έπλευσαν με τα κουπιά επάνω έως τας πλευράς του θαλασσίου κήτους, και περιέπλεον μακρόθεν το θείον κύμα. Και ο πρώτος που επεσκέφθη επισήμως τον Καπετάν Πασάν επί της ναυαρχίδος ήτον ο πρώτος προεστώς του χωρίου, ο Κουμπής Νικολάου, παλαιός γνώριμός του.
Πολύ περισσότεραι πεύκαι και ακακίαι παρά κυπάρισσοι και ιτέαι και κατά γης χαμόμηλα, αγκάθια και ανεμώναι. Η εντύπωσις αγρού είνε τοιαύτη, ώστε εις γωνίαν τινά, όπου είχαν γίνη ανασκαφαί, εξέλαβα μακρόθεν ως πεπόνια δύο η τρία λευκάζοντα μεταξύ του χόρτου κρανία. Ουδέ πιέζουσι βαρείαι πλάκες τα στήθη των νεκρών.
Οι δε μελαγχολικοί, επειδή είναι κατά την φύσιν βίαιοι, προβλέπουσιν ευστόχως, όπως οι ρίπτοντες βέλη μακρόθεν, επειδή δε ευκόλως μετάβάλλουσι διάθεσιν, ταχέως η φαντασία των παριστάνει τα επακόλουθα.
Την στιγμήν ταύτην ο Θεόδωρος ουδεμίαν είχε πρόληψιν κατά των τελουμένων, και ησθάνετο παράδοξον επιθυμίαν να προσκυνήση και αυτός τα είδωλα, όπως τα προσεκύνει ο κύριός του. Βεβαίως ουδέν το σατανικόν θα είχον ταύτα, όπως ισχυρίζοντο οι άνθρωποι του λαού, τουναντίον εφαίνοντο λίαν φαιδρά και ωραία. Εφαίνετο ως να ήρχετο μακρόθεν. Προσήλθε παρά τους πόδας του Θεοδώρου σείων την ουράν.
Τοιουτοτρόπως τα περισσότερα παιδία εφοβούντο να παρεισδύσωσιν εκεί. Και μόνον, οσάκις παρεσύροντο μέχρι της θέσεως εκείνης, περιωρίζοντο από μακρόθεν να θαυμάζωσι την ωραίαν αγριαμπελιάν και τα εύμορφα τριαντάφυλλα, και να οσφραίνωνται ως κυνάρια τα ευωδιάζοντα πλατοκούκκια της θειά- Ζωίτσας.
Όταν είδε μακρόθεν τον πατέρα, τον κηπουρόν, να τρέχη προς τα εδώ, εγύρισε το σώμα με την κεφαλήν κάτω, και το εκράτει προσωρινώς ούτω διστάζουσα και έντρομος. — Τι είναι; . . . Τι τρέχει; έκραξεν εν άκρα απορία ο Γιάννης. — Να! καλά που βρέθηκα! εφώναξε προς τούτον η Φραγκογιαννού . . . Ηρχόμην από τον Ανάγυρο με το κοφίνι μου.
Η γυναίκα μου, βεβαιωμένη από την καθημερινήν συνήθειαν ότι εμπράκτως εγώ είμαι εις βαθύτατον ύπνον, εσηκώθη ευθύς χωρίς καμμίαν υποψίαν από το κρεββάτι, λέγοντάς μου· κοιμήσου και ποτέ να μην εξυπνήσης· και ευθύς ενδύθη και εβγήκεν έξω από τον θάλαμον. Τότε εγώ με ταχύτητα εσηκώθηκα, και αρματώθηκα με άρματα που είχα έτοιμα, και έτρεξα οπίσω της μακρόθεν.
Από της εποχής εκείνης τα πληρώματα ήρχισαν να υποφέρουν· δεν ηδύναντο να προμηθεύονται ύδωρ ειμή ολίγον και μακρόθεν, και συγχρόνως, οσάκις οι ναύται εξήρχοντο διά να συνάξουν φρύγανα, εφονεύοντο οι πλείστοι υπό των Συρακουσίων ιππέων, οι οποίοι ήσαν κύριοι της ξηράς, διότι το τρίτον μέρος του ιππικού τούτου, το οποίον είχεν ορισθή να εμποδίζη τους εις το Πλημμύριον να εξέρχωνται και επιφέρουν βλάβας, ευρίσκετο παραταγμένον πλησίον του προαστείου Ολυμπιείου.
Αυτά 'πε, κ' η χρυσόθρονη Ηώ 'ς τον κόσμο εφάνη· και οπ' έκλαιε την νόησε μακρόθεν ο Οδυσσέας, κ' έμεινε και του φάνη πως τον γνώρισ' ήδη εκείνη και του 'στεκε 'ς την κεφαλή· και άρπας' ευθύς την χλαίνα και ταις προβειαίς, 'που πλάγιαζε, και απόθεσέ τα εις θρόνον 95 'ς το μέγαρο, κ' έξ' έφερε τα βώδινο τομάρι. και τα χέρια σηκόνοντας είπε· «Πατέρα Δία, εάν τωόντ' η αγάπη σας, αφού μ' εβασανίστε, από στερηαίς και θάλασσαις μ' ωδήγησε 'ς την γην μου, απ' τους θνητούς, οπού ξυπνούν, κάποιος φωνήν ας βγάλη 100 μέσαθε, κ' έξω του Διός άλλο ας φανή σημείον».
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν