Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Μαΐου 2025
Να σου δείξω εγώ όμως τώρα πώς μπορώ και δίχως πατρίδα να ζήσω· πώς μπορώ να δουλεύω, να νοικοκερεύω, να παστρεύω, να μαζεύω, να πλουτίζω, να στολίζω. Κάμε και συ, αν μπορής, ένα τέτοιο περιβολάκι. Κάμε τέτοια κορίτσια να παίζουνε μέσα. Του κάκου, δε θα μπορέσης. Τέτοιο γούστο εσύ δεν τόχεις. Ρωμαίικο είναι αυτό το γούστο. Μου άρπαξες την πατρίδα μου; Κράταγέ την τήν πατρίδα μου. Χάρισμά σου.
Μήτε λέξη σε κανένα σαν ξημέρωσε· μόνο μαζεύω τα πράματά μου, τα δίνω ενός χαμάλη, και ξεκινώ κατά τη σκάλα. Βρίσκω καΐκι Μοσκονησιώτικο, πηδώ μέσα, και τα ξεκενώνω όλα του καραβοκύρη. Έπρεπε να τα πω, να ξεσκάσω. Ζήτησε να με καταπείση να γυρίσω στον τόπο μου, και όχι πάλε σε ξενιτειές. Του κάκου.
Στη στράτα που γυρίζαμε, δεν είχε νυκτώσει ακόμα πολύ, και βλέπω ένα μικρό κομπόδεμα χάμου. Σκύφτω, το μαζεύω, τ' ανοίγω και βλέπω που είχε μέσα τρία σβάντζικα. Η φαμίλια η Πλακιώτικη, που μας είχε φιλέψει το κρασί, μία γυναίκα με τον άνδρα της και με δυο παιδιά, είχαν ξεκινήσει κ' εκείνοι πεζοί ολίγο μπροστά από μας, κ' είχαν προπεράσει ως μία τουφεκιά τόπο.
Εις τας διδασκαλίας σου σαν χάχας δεν χαζεύω, εγώ εκακογέρασα, εγώ γραφαίς μαζεύω, κι' από της γης τα βάσανα σε 'λίγο θα γλυτώσω, και άφησέ με, αδελφή, 'στό χάλι μου το τόσο. 'Πίσω μου έλα, Διάβολε... δεν θέλω συμβουλάς, ας μαρανθή καθώς εμέ κι' ο κόσμος κι' η Ελλάς.
Όταν το πρωί με την ανατολήν του ηλίου πηγαίνω έξω εις το Βαλάιμ μου, και εκεί εις τον κήπον του ξενοδοχείου εγώ ο ίδιος μαζεύω τα μπιζέλια μου, κάθωμαι, τα καθαρίζω και εν τω μεταξύ αναγινώσκω τον Όμηρόν μου· όταν εις το μικρόν μαγειρειό διαλέγω έν αγγείον, παίρνω βούτυρον, βάνω τα μπιζέλια μου στη φωτιά, τα σκεπάζω και κάθωμαι πλησίον για να τ' ανακατώνω κάποτε, τότε αισθάνομαι ζωηρά το πώς οι υπερήφανοι μνηστήρες της Πηνελόπης, έσφαζαν, έκοπταν και έψηναν βόδια και χοίρους.
Ζύγωσα κι' άρχισα να μαζεύω ροκανίδια. Καθώς ήμουνα σκυφτός, συλλογιζόμουνα μοναχός μου κ' έκλαιγε η καρδιά μου. Πού κατάντησα, έλεγα. Στο κτήμα του πατέρα μου μαθές, στα καλά, τα πατρογονικά μου μέσα, να μαζεύω ροκανίδια σαν το ζητιάνο. Βουρκώσανε και τα μάτια μου και τρέχανε. Άξαφνα νοιώθω μια κλωτσιά στον ώμο μου. Κυλίστηκα χάμω. — Γιατί με κλωτσάς, Μαστρο-Βαγγέλη; του λέω.
Ο Έφις τινάχτηκε και της έπιασε το χέρι, ενώ τα γουρουνάκια το έσκαγαν τρομαγμένα και από πίσω τους τα γατάκια και μέσα σ’ αυτή την αναμπουμπούλα οι κότες φτερούγιζαν. «Καλί, που να σε πάρει ο διάολος, εάν δεν ήταν κάποιοι σαν κι εμένα, εσύ αντί να κάνεις την τοκογλύφο θα πήγαινες να μαζέψεις βδέλλες…» «Καλύτερα να μαζεύω βδέλλες, παρά να μου πίνουν το αίμα κάποιοι σαν κι εσένα, συφοριασμένε!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν