United States or Burundi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το φόρεμά μου ήτο «μεταξωτόν, καθόσον δε ανηρχόμην την κλίμακα, ο ήχος του μοι εφαίνετο «ως ο κρότος φάσματος διώκοντός με. Έφθασα επί τέλους εις τον κοιτώνα «μου. Ο σύζυγός μου εκοιμάτο βαθέως. Έρριψα επί της τραπέζης τον «λύχνον, αλλά δεν είχον την δύναμιν να τον σβύσω. Χωρίς δε να λάβω τον «καιρόν να εκδυθώ ερρίφθην επί της κλίνης μου.» Η μήτηρ του Μάλκομ ήτο θυγάτηρ του γέροντος Σιβάρδου.

Η δυστυχής Κυρατσούλα, ακούσασα πρώτον τους ψιθυρισμούς — «βούλιαξαν καράβια» της είπον κατ' αρχάς, έπειτα άλλος τις επρόσθεσεν, «εις την Μαύρην θάλασσαν» — ήρχισε πάραυτα να αισθάνεται θλίψιν μυστικήν ως πόνον εις την καρδίαν. Τέλος όμως το έμαθε καθαρά. Έπεσε λιπόθυμος. Η γραία μήτηρ έβαλε φωνάς.

Ο μέγας Βύρων έλαβε την υπομονήν ν' ακροασθή τας φλυαρίας των γραιών της Σεβίλλης, ίνα μάθη αν η μήτηρ του ήρωός του Δον Ζουάν έλεγε λατινιστί το

Τέλος εσχημάτισε το ερώτημα εις τρόπον πλάγιον, διότι τη εφαίνετο απότομον να την ερωτήση απ' ευθείας αν είνε μήτηρ της. — Κυρία, είπεν, ειξεύρετε πού είνε η μήτηρ μου; — Η μήτηρ σου; Η μήτηρ σου, Αϊμά, δεν ζη πλέον. — Απέθανεν! εψέλλισε θλιβερώς η Αϊμά. — Αλλ' όμως είσαι έν των τέκνων μου. — Σεις λοιπόν;... Η Αϊμά δεν ετόλμα να συμπληρώση το συμπέρασμα τούτο. — Όχι, ένευσεν η ξένη.

Ο αμφορεύς πεσών εθραύσθη, η δε γυνή ης ήτο κτήμα ωργίσθη και είπεν ότι το έχει «σε κακό της». Τότε η μήτηρ του Ευαγγελινού, αφού επέπληξεν αυστηρώς το παιδίον, πειραχθείσα είπεν ότι «αν είνε κακό ας είνε για μένα!». Και την πτωχήν δεν την ηύρε ο χρόνος!

Και η Μάρω εξηκολούθει κλαίουσα απαρηγόρητα και φωνάζουσα αδιακόπως, ως ο Γκιώνης μετά τον άδικον θάνατον του αδελφού του: — Γιάννο! καϋμένε Γιάννο!. . . Η Κυρά Ρήνη, η μήτηρ της, εφαίνετο αδιάφορος εις του Γιάννου την απουσίαν και της Μάρως τα δάκρυα.

Ούτε φλοξ έβρεμεν εις την εστίαν, ούτε βόμβος ηκούετο, και το ημίκαυστον φιτύλιον του λίχνου έφεγγε θλιβερώς. Η μικρά κανδήλα προ πολλού είχε σβύσει εις το εικονοστάσιον, και αι μορφαί των αγίων δεν εφαίνοντο πλέον. Αίφνης η λεχώνα εξύπνησε μετά τιναγμού, εν μέσω της άκρας ηρεμίας. — Τ' είναι, μάνα; είπε. Η μήτηρ της βλοσυρά, και ως εν φρεναπάτη την εκύτταξεν εις το φως του λυχναρίου.

Φρύγανον , φύλλα, κλαδίσκοι, σχίζαι, όταν αναμεμιγμένα παραδίδωνται εις το πυρ. Επέρασε απ' το νου του Φτωχή, κακογεράματη, κ' η δύστυχή του η μάνα Μην έρθη ώρα για ψωμί το χέρι της ν' απλώση. σ. 252 Η μήτηρ του Διάκου προ ολίγων μόνον ετών ετελεύτησε. Καθ' ην δα έλαβον διαβεβαίωσιν, ο ηρωισμός του υιού της αντημείφθη διά ισοβίου δωδεκαδράχμου συντάξεως!!!

Και στραφείς, μετά σπασμωδικώς κινουμένων χειλέων, προς τον περί ου ελάλει, — Σε προστάζω, τον είπον, να μη ξαναπατήσης εις το σπίτι μας! — Ω, ο αρίσκος! ανέκραξεν η μήτηρ μου, μετ' απερίγραπτου πόνου. Τίνος το λέγεις, παιδί μου; Αμ' ο φτωχός ούτε ακούει, ούτε μιλεί πλέον! Είναι τρελλός ο καϋμένος!

Τότε, εις μίαν τοιαύτην της διανοίας της απάτην, ανεκάλυψε και τον Λαλεμήτρον εν τω ναώ του αγίου Διονυσίου κ' εκόμισε τα χαιρετίσματα εις την κατάπληκτον Θωμαήν. Επήδησεν από την χαράν της, ως είδομεν, η νεαρά σύζυγος. Αλλ' η μήτηρ αυτής, η γρηά-Κυρατσού, της διέκοπτε την αγαλλίασιν: — Πώς δεν έστειλε γράμμα! Και επανηρώτα τότε την θεια-Αννούσαν, η Θωμαή: — Μα αλήθεια τον είδες;