United States or Italy ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΓκιωνΚαι θα φωνάζη, ως που θα τον λυπηθή ο θεόςαν το λυπηθήκαι στείλη από τον Κάτω Κόσμο στη ζωή πάλε τον αδερφό του τον Γκιώνη. Τότε θα γένη πάλε άνθρωπος και θα ζήση χαρούμενος με τον αδερφό του. Όλο αυτά το κακό τώκανε η Κίσσα, η εφτάφωνη, που λαλάει εφτά λογιών. Ως μεγαλύτερη μάγισσα θεωρείται εκείνη, που μπορεί να πήξη το νερό.

ΜΑΚΒΕΘ Ομιλήσετε αν δύνασθε! Τι είσθε; Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ Χαίρε, ω Μάκβεθ, χαίρε συ, Μάκβεθ, του Γλάμη Θάνη! Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ Χαίρε, ω Μάκβεθ, χαίρε συ, του Καουδώρ ο Θάνης! Γ’ ΜΑΓΙΣΣΑ Χαίρε, ω Μάκβεθ, Βασιλεύς μετέπειτα θα γείνης!

Κι’ αν ίσως είσαι μάγισσα και μάγου θυγατέρα Και μαγειρεύεις τες οχιές και τες μονομερίδες.... Αν καταιβάζης πο ψηλά τη νύχτα το φεγγάρι Και το χτυπάς, σαν άργανο, το δέρνεις, σαν παιδάκι... Αν βρίσκωνται στη διάτα σου αμέτρητοι διαβόλοι, Δαιμόνοι και ισκιώματα και κατσιποδιαραίοι, Και βάνεις τους, σα δούλους σου, σαν υποταχτικούς σου, Κι’ αναμοχλεύουν τη βουνά και ξερριζόνουν δέντρα, Και κάνουνε τη τρίσβαθη τη θάλασσα άνω-κάτω.... Αν ρίχνης στ’ άστρα και μπορείς να μάθης ό, τι θέλεις.

Φθάνοντες δε εκεί ύστερον από δύο ημερών περιπάτημα, η Δειλνοβάτζη με έκαμε να θεωρήσω ένα βουνόν, και μου είπε πως εκεί κατοικεί η μάγισσα.

Χαράτον όπουαγκαλιαίς δροσολογιέται τέτοιαις, Χαράτον που μ' αθάνατα τέτοια φιλιά κοιμάται!... — Βάρε, Στρατή, τα πρόβατα κι' ανέβαστατη ράχη. Και μη σουράς παράωρα, μη τραγουδάς τη νύχτα, Γιατί ξυπνάει ο Δράκονταςτης ποταμιάς τα δέντρα, Ξυπνάει της βρύσης το Στοιχειό και του βουνού η Νεράιδα, Και της σπηλιάς η Μάγισσα κ' έρχονται και μας πνίγουν.

Αλλ' εάν τω όντι η Ηδονή εξηνάγκασε τον Διονύσιον, τον οποίον η Στοά λέγει εραστήν της, διά μαγειών ή φαρμάκων, να απαρνηθή την Στοάν, να στραφή δε προς αυτήν, δικαίως πρέπει να θεωρηθή ως μάγισσα και να καταδικασθή ως αδικούσα, αφού μαγεύει τους ξένους εραστάς.

Ακούς, τι άκουσα να λένε, πως η γρηά η Γκότσαινα, πούνε μάγισσα... — Ξωρκισμένη νάνε, παιδί μου, υπέλαβεν η Αρχόντω! — Μα ακούς, μάνα ... επανέλαβεν η κόρη, επειδή, αφού άπαξ ήρχισεν, ησθάνετο την τόλμην να εξακολουθήση. — Δεν ακούω τίποτα, είπεν αυστηρώς η Αρχόντω. Η κόρη «εποδαιώθη», κ' εσιώπησε.

Αλλ' αυτή κυττάζοντάς με με χαρωπόν πρόσωπον μου λέγει με ένα πλαστόν χαμόγελο· παύσε τον θυμόν σου· και ευθύς είπε κάποια λόγια που εγώ δεν τα εκατάλαβα· ύστερα λέγει μεγαλοφώνως· διά μέσου της μαγικής μου ενεργείας, σε προστάζω ευθύς να γίνης ο μισός μάρμαρον και ο μισός να μείνης άνθρωπος, και ευθύς έγινα ως με βλέπεις, και ευρίσκομαι τώρα νεκρός εις τους ζωντανούς και ζων εις τους νεκρούς· και αφού με μετεμόρφωσεν εις την τέτοιαν αξιοθρήνητον κατάστασιν η θηριώδης μάγισσα, με άλλην ενέργειαν της μαγείας της με μετετόπισεν εδώ.

Της ήρεσκεν επιμόνως η μάγισσα και ευμετάβολος νύμφη, την εξέπληττε και την συνεκίνει με τας ποικίλας αμφιέσεις της, υπό τας οποίας της παρουσιάζετο καθ' εκάστην και το κάλλος της, το ένθεον.

Αθάνατος και αυτή κ' αιωνία αλλά κάτισχνος, με πρόσωπον κίτρινον και ζαρωμένον, ως μαραμένον μήλον, σεμνή ως μοναχή, είχεν αποσυρθή του κόσμου, ζώσα εντός ανηλίου κ' ερημικής κοιλάδος, καταμόναχη, εκτός μικράς στακτερής σκύλας, της Ωμορφούλας και δύο παγωνιών. Ήτο μάγισσα και αυτή αλλά κατωτέρα της αδελφής της.