Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025
Ο Μανώλης απεσύρθη συνεσταλμένος, όπως ο σκύλος, ο οποίος φοβείται λάκτισμα. — Καλά, εψιθύρισεν· ότι να κάμω πάλι κιαμμιά κουζουλάδα θα φωνιάζης ... Αλλ' όμως ενεκαρτέρησεν ο ταλαίπωρος· και αντί να παρεκτραπή απετάθη προς την μητέρα του, με την βεβαιότητα ότι αυτή τουλάχιστον δεν θα του ωμίλει με σκληρότητα ως ο «αφέντης» και ότι ίσως θα κατώρθωνε να μετριάση την δυστυχίαν του.
Αλλ' ο ημίονος, ως να εμάντευσε το φοβερόν του σχέδιον, ετίναξε διπλούν λάκτισμα εις τον αέρα και έφυγε τρέχων. Τότε ο Μανώλης ήλλαξε σχέδιον και δεσμεύσας τον Αναγνώστην εκ των ποδών και των χειρών, ως τράγον, τον εκρέμασεν εις υπερκείμενον κλάδον ελαίας. — Να σε μάθω 'γώ να δένης! ... του είπε.
Επέταξε, με λάκτισμα των ποδών προς τα οπίσω, τας φθαρμένας εμβάδας, «τα παληοκατσάρια της», και ξυπόλητη ανερριχήθη επάνω εις τον κρημνόν. Οι δύο «νομάτοι» έβγαλαν κι' αυτοί, τα τσαρούχια τους, κ' έτρεξαν κατόπιν της, εις τον βράχον τον απάτητον, εις τον χώρον της απελπισίας, όπου εβάδιζεν εκείνη. Μίαν μόνην στιγμήν, η δύστηνος έστρεψε την κεφαλήν οπίσω.
Επάνω εις τον ενθουσιασμόν του διέκρινε τον Τερερέν και διερχόμενος του έρριπτε κρύφια βλέμματα, έτοιμος, ως εφαίνετο, να του δώση και λάκτισμα, κατά τον ρυθμόν του πηδηκτού. Ίσως δε και εξ αιτίας του Τερερέ απεφάσισε, μετά τας άλλας επιδείξεις, να επιδείξη και την φωνήν του. Αλλ' ο αριθμός των διστίχων, τα οποία εγνώριζεν, ήτο πολύ περιωρισμένος και ηναγκάζετο να τα επαναλαμβάνη.
Αλλ' εις απάντησιν ο Πατούχας ύψωσε τον φοβερόν του πόδα, έτοιμος να την εκδιώξη με λάκτισμα: — Φύγε σου λέω, διάλε τσ' απεθαμένους σου να μη σε σκοτώσω! Η χήρα αφού τον ητένισε με παρατεταμένον βλέμμα, εις το οποίον έτρεμε μία τελευταία ελπίς, εστέναξε και ο αναστεναγμός εξήλθεν από τα στήθη της ως οιμωγή. Έπειτα επροχώρησε προς την θύραν και εξήλθεν.
Επληγώθη δε και ο Ιστιαίος ο γραμματικός επιχειρήσας να τους χωρίση, ο δε Κλεόδημος υποθέσας ότι ήτο ο Δίφιλος του έδωκε λάκτισμα εις τα δόντια και έπεσεν ο δυστυχής «αιμ' εμέων», όπως θα έλεγεν ο Όμηρός του. Η αίθουσα του συμποσίου ήτο πλήρης από ταραχήν και θρήνον. Και αι μεν γυναίκες περιεστοίχισαν τον Χαιρέαν και εθρηνολόγουν, οι δε άλλοι κατεγίνοντο να παύσουν την συμπλοκήν.
Καταβροχθίζουσιν όλοι όρθιοι και βιαστικοί, σπεύδοντες να τελειώσωσι, πριν ή — ως συμβαίνει δυστυχώς ενίοτε — αιφνίδιον λάκτισμα διακόψη την πανδαισίαν αυτών ή ράβδου επιφοίτησις ταράξη την χώνευσίν των.
Και ο άνθρωπος εκείνος, αιφνιδίως ανατιναχθείς, παρουσίασε γιγάντιον ανάστημα, και ώρμησεν εναντίον του αναφωνών: — Ακόμη, μωρέ, θα σ' έχω να ζης! Ο Σμυρνιός ανεγνώρισε τον Πατούχαν προλαβών δε με αστραπιαίαν κίνησιν του έρριψε κατά πρόσωπον το καπότο του· και επωφεληθείς την στιγμιαίαν σύγχυσίν του, του έδωκε λάκτισμα εις τας κνήμας το οποίον τον ανέτρεψεν.
Καίτοι Βορειοδυτικός ο άνεμος, Γραίος, υπεβοήθει εκ πλαγίου το ιστίον, διότι ο μπάρμπα-Διόμας έδιδε βορειοδυτικήν εις την λέμβον διεύθυνσιν. Αλλ' ο πώλος, όστις έβοσκεν ησύχως το χόρτον του και δεν εφαίνετο ν' ανησυχή πολύ περί του διάπλου, αίφνης εσήκωσε τον πόδα, έδωκεν άτακτον λάκτισμα εις την σανίδα . . . και το &μαδέρι& της ευθραύστου και υποσάθρου λέμβου διερράγη.
Πόλεμος ακήρυκτος εξολοθρευμού εκινήθη εναντίον του υπό του συρφετού των αγυιοπαίδων. Όπου εφαίνετο τον υπεδέχοντο λίθοι, και όπου ίστατο τον εδίωκε λάκτισμα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν