Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Ιουνίου 2025
Πώς λάμπει η σκούφια της κόρης της! παρετήρησεν η Δεσποινιώ. Θαμπόνουν τα μάτια. — Εγώ την εκέντησα, υπέμνησεν η Σοφούλα. Έχει τριάντα δράμια χρυσάφι. — Κορίτσια! να μη πέσετε! είπε πάλιν η γραία ως καθ' εαυτήν υποψιθυρίζουσα. — Να! Να! εφώνησε μετά τινος θάμβους η Δεσποινιώ. Σηκώσανε τη νύφη να χορέψη. Μα, Μάννα, σήκω να ιδής τη νύφη. Πολύ ώμορφη μέση! Δαχτυλιδένια! Και πώς καμαρόνει! Μάννα!
Η φτώχεια βαρειά, βαρειά θάνε η φτώχεια, η δυστυχία μεγάλη φέτο, το ψωμί ακριβό... Κ' οι πικροί αυτοί λογισμοί βαραίνουν πολύ, το κεφάλι του δυστυχισμένου πατέρα. Γυρίζει και βλέπει τα μάτια της κόρης του βουρκωμένα, το πρόσωπό της χλωμό, μαραμένο. Δυστυχισμένο παιδί. Δε σκέφτεται τόρα άλλο τίποτε παρ' αυτή, αυτή μονάχα. Τι δυστυχία!
Ο μικρός Άουλος έτρεξε να χαιρετίση τον Βινίκιον, όστις προχωρήσας υπεκλίθη προ της περικαλλούς κόρης, ήτις εστάθη ακίνητος, κρατούσα την σφαίραν εις την χείρα, με την μαύρην της κόμην ολίγον άτακτον, πνευστιώσα ολίγον και με ροδαλάς παρειάς. Αλλ' εις τον κήπον, εις το τρίκλινον το σύσκιον εκ κισσού, εξ αναδενδράδων και αιγοκλήματος εκάθητο η Πομπονία Γραικίνα. Προσήλθον να την χαιρετήσωσιν.
Τότε ο Ταλθύβιος, εις τον οποίον ανήκεν η περί τούτου μέριμνα, σταθείς εν τω μέσω, επέβαλεν εις τον στρατόν σιγήν και ευλαβή προσήλωσιν, ο δε μάντις Κάλχας, γυμνώσας από του κολεού οξείαν μάχαιραν, έθεσεν αυτήν εντός ολοχρύσου κανίστρου και εστεφάνωσε με άνθη την κεφαλήν της κόρης.
— Ναι, μας έπιασε βροχή· μα δεν είνε τίποτα, είπε ο Δημητράκης· τώρα που φτάσαμ' εδώ όλα θα περάσουν δεν είν' αλήθεια, μάννα; — Ναι, παιδί μου' εψιθύρισε κείνη χαμογελώντας. Μπήκανε στο δωμάτιο κ' η γερόντισσα παραδόθηκε στη φροντίδα της κόρης. Αλήθεια ήταν πολύ κουρασμένη. Η θλίψη με την κούραση μάλωναν στο πρόσωπό της και τόκαναν αυστηρό και συμπαθητικό.
Εις την θέαν της λιποθύμου κόρης, ήτις προ του πελωρίου σώματος του Λιγειέως εφαίνετο ως μικρά παιδίσκη, η συγκίνησις κατέλαβε το πλήθος, τους ιππότας και τους συγκλητικούς. Το πλήθος ενόμιζεν ότι ήτο πατήρ ζητών χάριν διά το τέκνον του. Ο οίκτος εξέσπασεν ως φλοξ.
Τώρα στ' ασκέρι πάλι ομπρός λαλείς και προφητέβεις πως τάχα τόσες συφορές για αφτό τους στέλνει ο Φοίβος, 110 τι εγώ στην πλούσια ξαγορά δεν έστερξα της κόρης, που κάλια αυτή τον πύργο μου να μου στολίζει θέλω.
Επί πόσον ακόμη θα το ενθυμούμαι εκείνο το αβρόν, το απαλόν σώμα της αγνής κόρης, το οποίον ησθάνθην ποτέ επάνω μου επ' ολίγα λεπτά της άλλως ανωφελούς ζωής μου! Ήτον όνειρον, πλάνη, γοητεία. Και οπόσον διέφερεν από όλας τας εδιοτελείς περιπτύξεις, από όλας τας λυκοφυλίας και τους κυνέρωτας του κόσμου η εκλεκτή, η αιθέριος εκείνη επαφή!
Αλλά μόλις προέβη δύο τρία βήματα, και εξέπεμψε σπαρακτικήν κραυγήν. Ησθάνθη εις τας αγκάλας του κατάψυχρον το σώμα της μικράς κόρης. Τότε δεν εδίστασε πλέον. Οι ιππείς δεν ήσαν παραπολύ μακράν, και ηδύναντο εισέτι να τον ακούσωσιν. Έκραξε με όλην την δύναμιν του στήθους. — Κύριοι! Ιππείς! βοήθειαν! Οι ιππείς εστάθησαν ευθύς. Ήσαν επτά ή οκτώ τον αριθμόν.
Ο ήλιος διαβαίνοντας τα φυλλώματα, χάδευε τα μαλλιά της κ' έκανε καθρέφτη γύρω στο κεφαλάκι της. Τα ξεφωνητά και τα γέλοια της κόρης έφταναν στο γραφείο, σαν ήχοι χαδιάρικης μουσικής. Οι σοφοί εταράχτηκαν. Κατιτί σαν κύμα χλιαρό ήρθε κ' εζέστανε τη ζωή τους. Συγκίνηση βαθειά και πρωτόγνωρη θρονιάστηκε στην καρδιά τους. Γύρισε αυτόματα ένας στον άλλον και κυττάχτηκαν ντροπαλά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν