Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 14 Ιουλίου 2025


Είχον αποτελειώσει πλέον το γεύμα των καταπιόντες και τα τρυφερά οστάρια, και μόνον την κεφαλήν ως μεζέν αφήσαντες τελευταίαν, ότε ο Μπάρμπα Σταύρος πλήρης οργής θέλων να τους κτυπήση έθραυσεν επί του ξηρού εδάφους του κατωγείου το ωραίον τσιμπούκιόν του, διότι οι γάτοι μόλις είδον αυτόν επήδησαν ταχείς ως πτερωτοί εις το ανοικτόν υπέρθυρον της θύρας του κατωγείου, εκύτταξαν μια τον γέροντα αγρίως κινούντες τους μύστακάς των, και εγένοντο άφαντοι, καταλιπόντες μόνον την κεφαλήν, ψητόν λείψανον του βασιλικού γεύματός των.

Από εδώ παρετήρησε μέγαν γυπαετόν, ο οποίος έκαμε κύκλους εις τον αέρα και έμεινε μετέωρος επάνω από τον θείον- ήθελε πετώντας να τον κτυπήση με τας πτέρυγάς του και να τον ρίψη μέσα εις την άβυσσον, για να τον κάμη λείαν του.

Επομένως διαφορετικά είναι και τα δίκαια με έκαστον από αυτούς, και αυξάνουν επιπροσθέτως όσον είναι περισσότερον φίλοι, λόγου χάριν το να στερήση κανείς τον φίλον του τα χρήματά του είναι χειρότερον παρά τον συμπολίτην, και το να μη βοηθήση τον αδελφόν του είναι χειρότερον παρά τον ξένον, και το να κτυπήση τον πατέρα του παρά οποιονδήποτε άλλον.

Είπε· και αυτή περίχαρη πετάχθη από την κλίνη, την γραία σφικταγκάλιασε, και από τα βλέφαρά της έρριξε δάκρυ κ' είπε αυτής με λόγια πτερωμένα· «Έλα, βυζάστρα μου καλή, φανέρωσέ μου τώρα, 35 αν έφθασεν αληθινάτο σπίτι του, ως μου λέγεις, πώς τους αισχρούς κατώρθωσε μνηστήραις να κτυπήση μόνος, και κείνοι πάντοτε μέσ' ήσαν ενωμένοι».

Ο Καραϊσκάκης βλέπων το σώμα τούτο πολλά μεγάλον ως προς την εδικήν του δύναμιν, δεν έκρινεν εύλογον να το κτυπήση κατά πρόσωπον, αλλ' αφ' ού άφησε και διέβη το πλειότερον μέρος, επέπεσεν εις την οπισθοφυλακήν, την οποίαν τρέψας εις φυγήν, έλαβε πολλά φορτηγά και εφόνευσε καί τινας των εχθρών.

Και σηκώσας το τσιμπούκι του μετά πόνου: — Παληομάγισσαις! εκραύγαζε· και προσεπάθει να κτυπήση την γραίαν, τραυλίζουσαν και απομακρυνομένην. — Ανόμαχτε! Ανόμαχτε! Ως και το παιδί σου εμάγεψες; — Τι είπες; Τι είπες;

Ο ναύκληρος ενθυμηθείς την οικογένειάν του και την ενορίαν του, τον ίδιον εαυτόν του ενθυμηθείς, ότε ήτο παιδίον, εδάκρυσε, και ήρχισε να διηγήται ωραία επεισόδια του νεανικού του βίου, ότε μια χρονιά ο εφημέριος τον ανεβίβασεν εις το κωδωνοστάσιον επάνω να κτυπήση την μεγάλην καμπάνα, έλεγε, και αυτός από το ισχυράν καμπάνισμα την έσπασε, κ' εκρότει έπειτα την ημέραν της εορτής ως ραγισμένη λάγηνος.

Λοιπόν ας ορίσωμεν δι' αυτά τον εξής νόμον: Εάν κανείς τολμήση να κτυπήση τον πατέρα του ή την μητέρα του ή τους πατέρας ή τας μητέρας τούτων χωρίς να εκυριεύθη από μανίαν, πρώτον μεν όστις παρευρέθη, καθώς και εις τας προηγουμένας περιπτώσεις, ας τρέξη εις βοήθειαν.

Δηλαδή ούτε αρχήν κάμνων ούτε αποκρούων επίθεσιν γενικώς ας μη τολμά να σωφρονίση τον τοιούτον με κτυπήματα. Εάν δε κανείς ξένος έχη την τόλμην και το θράσος να τον κτυπήση και νομίζη ότι πρέπει να τιμωρηθή, ας τον συλλάβη και ας τον οδηγήση προς την αρχήν των αστυνόμων, αλλά ας κρατηθή από το να κτυπήση αυτόν, διά να είναι πολύ μακράν από το να τολμήση να κτυπήση τον εντόπιον.

Ποτέ δεν τον ήκουσα ν' αναστενάξη, ούτε τον είδα να δακρύση, ούτε ήρθε να μου κτυπήση ποτέ την πόρτα εις ώραν περασμένην της νύκτας, αλλά μόνον που εκοιμάτο καμμιά φορά μαζή μου και αυτό σπανίως. Αλλ' όταν μια φορά ήλθε και δεν τον εδέχθηκαδιότι ήτο μέσα ο Καλλίδης ο ζωγράφος που μούχε στείλη δέκα δραχμές — μ' έβρισε κι' έφυγε.

Λέξη Της Ημέρας

συμπάθα·

Άλλοι Ψάχνουν