United States or Vanuatu ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πρέπει να έμεινε κάτω και να δίνη προσταγές στην κουζίνα. Θα πήγε να βάλη γνώση του μάγερα, να μην το παρακάμνη στο μέτρημα. Αρετές γυρεύει από το μάγερα, που μήτε σ' αγαπητικό της δεν μπορεί να τις ανακάλυψε. Κ' ίσως μήτε στον άντρα της, αν, καθώς υποψιάστηκα, εμπορεύεται κι αυτός στα πολιτικά. Κοίταξε ως τόσο τι όμορφα τάχει συγυρισμένα τα έπιπλά της.

Δεν ήξερα, πως θάτανε θανάσιμο έγκλημα για ένα χριστιανό να βρεθή ολόγυμνος μ' ένα νεαρό μουλσουμάνο. Ένας καδής διάταξε να μου δώσουν εκατό ξυλιές στις πατούσες των ποδιών και με καταδίκασε σε καταναγκαστικά έργα. Δεν πιστεύω νάχη γίνη ως τώρα φριχτότερη αδικία. Αλλά θάθελα να ξέρω, γιατί η αδερφή μου βρίσκεται στην κουζίνα ενός Τρανσυλβανού ηγεμόνα, πόχει καταφύγει στην Τουρκία.

Ο Έφις της υποσχέθηκε να την συναντήσει στην εκκλησία, αλλά την ώρα που η ντόνα Νοέμι ανέβαινε πάλι επάνω, εκείνος ξαναμπήκε στην κουζίνα και παρακάλεσε χαμηλόφωνα την ντόνα Ρουθ, που είχε γονατίσει στο πάτωμα και ζύμωνε επάνω σε μια χαμηλή τάβλα, να του δώσει το τηλεγράφημα.

Και όταν ήλθε το βράδυ και επανήρχετο το λεωφορείον την αυτήν οδόν τότε και πάλιν ο Ρούντυ εκάθητο μέσα, την αυτήν οδόν, επανερχόμενος· αλλά εις τον Μύλον η γάτα του δωματίου περιέτρεχε με νέα. — Ξέρεις εσύ! συ από την κουζίνα! Ο μυλωθρός τώρα τα ξέρει όλα. Αλλά η υπόθεσις επήρε ωραίον τέλος!

Έβγαλε τις φωνές η Λιόλια κ' έτρεξε με τα γέλοια κάτω στην κουζίνα. Ο Νίκος από πίσω. Την κυνηγούσε στην αυλή κι αυτή ξεφώνιζε απ’ τα γέλοια. Ξαναμπήκανε μέσα στην κάμαρη κ’ έτρεξε η Λιόλια να φυλαχτή κοντά στη Βεργινία, πίσω απ' το κρεββάτι. Ήτον κατακόκκινη, σα μαγιάτικο τριαντάφυλλο χιονισμένο απ’ τα χαρτάκια· τα μαλλιά της στέκονταν ανάερα σα χρυσό σύννεφο.

Γελούσε: δεν ήταν ποτέ τόσο ευτυχισμένος. Στο βάθος όμως, στη σκοτεινή κουζίνα, η ντόνα Έστερ και η ντόνα Νοέμι δε μετακινήθηκαν από τον πάγκο. Και να, εκείνος αισθανόταν υποταγή στη μια και φόβο για τη άλλη. Έκλεισε τότε τα μάτια και προσποιήθηκε ότι ήταν κι εκείνος τυφλός. Και πήγαιναν έτσι και οι τρεις, εδώ κι εκεί, επάνω σ’ ένα μαλακό έδαφος, ψέλνοντας δοξαστικούς ύμνους για το Άγιο Πνεύμα.

Έβαλε στη θέση του τον κουβά, έβγαλε ένα πετραδάκι από μια γλάστρα με βιόλες και μόλις μπήκε στην κουζίνα χαιρέτησε τον Έφις και τον ρώτησε εάν του είχαν φτιάξει καφέ. «Μου έφτιαξαν, μου έφτιαξαν, ντόνα Έστερ, κυρά μου

Έπειτα αρρώστησα κιόλας και…. δεν ήξερα…. Για να σας πω την αλήθεια το αποφάσισα προχθές∙ ήταν και ένας φίλος που έφευγε… Χθες, λοιπόν, μιας και η θάλασσα ήταν ήρεμη, αναχώρησα…Ενώ σκουπιζόταν κατευθυνόταν προς την κουζίνα. Η Νοέμι τον ακολουθούσε. «Η Έστερ του έγραψε! Κι αυτός αναχώρησε, έτσι, σα να πάει σε γιορτή