Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025
Και δε μου λες γιάειντα κλαις; Γιατί δε σ' αφήκα να κάνης τον μωρό, να σε χαϊδεύουνε, σαν όνταν εκατουργιούσουν απάνω σου; Είδες, μωρέ, άλλο τω χρονώ σου να τόνε βάνουν οι κοπελιές στην ποδιά τως; Δε θωρείς το μπόι σου; Εσύ 'σαι, μωρέ, μπλειο ντελικανής και θα σε παίζουν ακόμ' οι κοπελιές, σα μωρό, να σου λένε πως σαγαπούνε και πως θα τσι πάρης; Κρίμας και τα γράμματα πούχεις μαθωμένα!
Και συ σα γενής του καιρού του Γιάννη, θα γενής μεγάλος σαν αυτό. — Μα ώστε να μεγαλώσω, θα πάρ' ο Γιάννης το Βαγγελιό. Η μητέρα μου με πήρε στην αγκαλιά της και με χάδια προσπάθησε να με παρηγορήση. — Ντα δε σούπε το Βαγγελιό πως εσένα μόνο αγαπά; — Ναι, μα ο Γιάννης μούπε, πως, ώστε να μεγαλώσω, αυτός θα τήνε πάρη. — Κεχαθήκαν οι κοπελιές, υγιέ μου; Παίρνεις, σα μεγαλώσης, άλλη και καλλίτερη.
Είχε λόγου χάριν μίαν βρύσιν, όπου βράδυ βράδυ εμαζεύοντο η κοπελιές με τα σταμνιά των, βιαστικές, διότι τας εκάλουν εις τον εσπερινόν μία καμπάνα και δύο ή τρία σήμαντρα. Η καμπάνα εκείνη ήτο βέβαια του Αγίου Γεωργίου, που την είχαν κρεμασμένη σένα ξύλο, στην πόρτα δίπλα. Τώρα που εμεγάλωσε θα έφθανε κιαυτός να σημάνη.
Ο δε Τερερές, του οποίου η μοχθηρία ήτο τόση, ώστε να υπερνικά και τον φόβον του, επωφελήθη την ευκαιρίαν διά να τον πειράξη. Και ηκούσθη η φωνή του να απευθύνη κατά του Μανώλη σκωπτικόν βέλος: Τη μαντινάδα δυο βολές δεν πρέπει να τη λέης, Γιατί θαρρούν η κοπελιές πως άλλη δεν κατέεις.
Για ξαναπέ το, κατεργάρη! Ο Μανώλης έκρυψε το πρόσωπόν του και είπε με πείσμα, εις το οποίον εχόρευεν η χαρά: — Δε θέλω, δε θέλω, δε θέλω! — Καλά, μη θες. Άφησε να δης τση κοπελιές και τότε τα λέμε πάλι. Ο Σαϊτονικολής ήτο κατευχαριστημένος, διότι είχε σχηματίσει πεποίθησιν ότι ο Μανώλης, και να τον έδιωχναν, δεν θάφευγε πλέον από το χωριό.
Αν όλοι οι νέοι σαν κιαυτόν έπαιρναν τανάπλαγα να ζουν σαν αγριόγιδα, τι θα εγίνοντο η κοπελιές; καλόγρηες; Κείχε τώρα τώρα κάτι κορίτσια το χωριό, κάτι νέα βλαστάρια, που δεν ήξερε κανείς να διαλέξη. — Αι, μωρέ παιδί, ανεφώνησεν ο Σαϊτονικολής ευθύμως, να μην έχω 'γώ τη νιότη σου!
H Μαργή λέει πως δε θέλει· μα όλες η κοπελιές στην αρχή λένε όχι κ' ύστερ' αγάλια αγάλια λένε το ναι. Με τον καιρό θε να γενή η αγουρίδα μέλι. Ο Μανώλης έπαυσε πάλιν να περνά από το δρόμο του Θωμά και απέφευγεν επιμελώς πάσαν συνάντησιν με την Πηγήν. Εξ εναντίας επεδίωκε πάσαν ευκαιρίαν διά να βλέπη την θυγατέρα της χήρας.
Αλλά πάλι, μεταξύ των γυναικών που μάρεσαν, η προτίμησή μου έπεφτε στα κορίτσια κι αυτά μεγάλα, πάνω από δέκα πέντε και δεκάξη ετών, πούσαν δηλαδή «κοπελιές», τέλεια διαμορφωμένες πεια. Τα μικρά κορίτσια, μάλιστα τάνηβα, όχι μόνο δε μάρεσαν, αλλά θαρρώ μάλιστα πως μούσαν και λίγο αντιπαθητικά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν