Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025
Τα παράθυρα ήσαν κλειστά απ' έξω, αλλά επάνω από τα παραθυρόφυλλα εφαίνετο φως. — Ίσως με αφήσουν να ξενυκτήσω εδώ, είπεν ο μικρός Κλώσος, και υπήγε και εκτύπησεν εις την θύραν του γεωργού. Η νοικοκυρά ήλθε και του ήνοιξε, αλλά άμα ήκουσε τι ζητεί, του είπε να πηγαίνη εις το καλόν, διότι ο άνδρας της ήτο έξω και δεν ήθελε να δεχθή ξένον άνθρωπον, και του έκλεισε την θύραν.
— Ω τι δυστυχία! έλεγεν ο ξενοδόχος, και εκτυπούσε τα χέρια του. Μ' επήρεν ο θυμός! Αγαπητέ μου Κλώσε, δι' όνομα θεού! μη με καταδώσης, και σου δίδω έν κοιλόν χρήματα, και σου θάπτω την νόναν σου με όλην την παράταξιν, ωσάν νη ήμην εγώ εγγονός της. Ο μικρός Κλώσος λοιπόν εκέρδισε και άλλο κοιλόν χρήματα, ο δε ξενοδόχος του έθαψε την νόναν του καθώς υπεσχέθη.
Εκάθητο δε εις την τράπεζαν η γυναίκα του γεωργού και ένας καλόγηρος· η νοικοκυρά έχυνε κρασί εις το ποτήρι του καλογήρου, εκείνος δε άπλωνε το πηρούνι του εις το ψάρι, και εφαίνετο ότι το νοστιμεύεται. — Αχ, να είχα και εγώ κομμάτι, είπε μέσα του ο μικρός Κλώσος, και έσκυψε διά να βλέπη καλλίτερα, και είδε παρέκει μίαν ωραίαν πήταν. — Ψυχή μου! Τι ωραίον συμπόσιον!
Λοιπόν, τας έξ ημέρας της εβδομάδος ο μικρός Κλώσος ήτο συμφωνημένος να οργώνη τα χωράφια του μεγάλου Κλώσου, και να του δανείζη και το ιδικόν του άλογον. Την δε κυριακήν ο μεγάλος Κλώσος με τα τέσσαρα του άλογα εβοηθούσε τον μικρόν εις το όργωμά του. Αι! πώς εκέντρωνε τότε και τα πέντε ο μικρός Κλώσος· διότι την Κυριακήν ήτο ωσάν να τα είχεν ιδικά του και τα πέντε.
Τώρα πλέον δεν ημπορείς να με γελάσης. Αλλά εκεί όπου επέστρεφεν, εις έν μέρος όπου οι δρόμοι εσταύρωναν, απαντά τον μικρόν Κλώσον με τα πρόβατα. — Τι είναι τούτο! φωνάζει ο μεγάλος Κλώσος. Δεν σε έπνιξα προ ολίγου; — Ναι, απεκρίθη ο άλλος, με έρριψες εις τον ποταμόν. — Και πού ηύρες αυτά τα ζώα; — Αυτά είναι ζώα του νερού, απεκρίθη ο μικρός Κλώσος. Να σου είπω πώς τα ηύρα.
Ήθελα να τον έβλεπα τώρα όπου είμαι εις καλήν διάθεσιν. — Βέβαια, απεκρίθη ο μικρός Κλώσος. Η μαγισσά μου κάμνει ό,τι και αν επιθυμήσω. Δεν είναι αλήθεια; Και επάτησε τον σάκκον διά να τρίξη το δέρμα. — Μου λέγει ναι! Αλλά είναι άσχημος ο διάβολος και καλλίτερα να μη τον ίδης. — Ω! δεν φοβούμαι· ωσάν τι να ομοιάζη; — Θα είναι απαράλλακτος καλόγηρος.
Αλλά μετ' ολίγον, όταν επέστρεφαν από την εκκλησίαν οι χωρικοί και τους εκαλημέριζαν, ο μικρός Κλώσος έλεγε με τον νουν του: Τι να λέγουν οι χωρικοί όπου έχω πέντε άλογα και οργώνω. Και ενθουσιάσθη και εφώναξε πάλιν: «Οι, και τα πέντε μου!» — Να σου δείξω εγώ και τα πέντε σου, λέγει ο μεγάλος Κλώσος.
— Καλά, είπεν επί τέλους ο μικρός Κλώσος, αφού είχες την καλωσύνην να με φιλοξενήσης, πάρε την δι' έν κοιλόν χρήματα, αλλά να μου γεμίσης το κοιλόν τώρα αμέσως. — Αμέσως, είπεν ο γεωργός, αλλά με την συμφωνίαν να πάρης μαζή σου εκείνο το κιβώτιον. Δεν θέλω να το έχω εδώ. Ποίος ηξεύρει; ημπορεί να είναι ακόμη μέσα ο διάβολος.
Και πέρνει ένα πέλεκυν, και κτυπά κατακέφαλα το άλογον του μικρού Κλώσου, και το ρίπτει κατά γης σκοτωμένον. Αλλοίμονον! είπεν ο μικρός Κλώσος. Τώρα δεν έχω άλογον! και ήρχισε να κλαίη. Έπειτα έγδαρε το άλογον, και αφού εστέγνωσε το δέρμα του εις τον ήλιον, το έβαλεν εις ένα σάκκον, εκρέμασε τον σάκκον εις την ράχιν του, και εκίνησε διά την πόλιν να πωλήση το δέρμα.
Και την επώλησα και μου έδωκαν αυτά τα χρήματα. — Καλά σου την επλήρωσαν, είπεν ο μεγάλος Κλώσος, και υπήγεν οπίσω, επήρε τον πέλεκύν του και εσκότωσεν αμέσως την νόναν του, την έβαλεν εις μίαν άμαξαν και υπήγεν εις την πόλιν, και ηύρεν ένα φαρμακοπώλην, και τον ηρώτησεν αν θέλη ν' αγοράση μίαν γραίαν αποθαμένην. — Πού την ηύρες; ηρώτησεν ο φαρμακοπώλης. — Είναι η νόνα μου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν