United States or New Zealand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ομιλώντας προς τους καλεσμένους φίλους ο Σεβάχ Θαλασσινός, λέγει· είχα αποφασίσει οριστικώς να καθήσω ήσυχος εις την Βαβυλώνα, καθώς σας διηγήθην χθες, χωρίς να επιχειρήσω άλλα ταξείδια, όμως αφού επέρασεν ολίγος καιρός, όντας νέος και επειδή εσυνήθισα να βλέπω νέους κόσμους, να μανθάνω νέα ήθη, δεν εδυνήθην πλέον να υποφέρω τοιαύτην ζωήν οκνηράν και άπρακτον και μου εφαίνετο ότι ευρισκόμουν εις φυλακήν.

Κάθεται πλάγι μου η Μοιρίτα, όταν καθήσω, περπατεί μαζί μου, όταν περπατώ. Η Μοιρίτα, παντού η Μοιρίτα. Κάποτες μου φαίνεται σα να μην είμαι πια τίποτις εγώ, σαν ο ίδιος να μην υπάρχω, σα να είταν όλο μέσα μου εκείνη, σα νάγινε νους μου, αίμα μου, κόκκαλό μου και ψυχή της ψυχής μου. Ένα λόγο να πω ακούω τη φωνή της, ένα κίνημα να κάμω είναι κίνημά της, να γυρίσω να διώ, με τα μάτια της βλέπω.

Ακολουθήσατε ό,τι σας συμβουλεύει η απελπισία μου· εγκαταλείψατε εκείνον όστις εγκαταλείπει εαυτόν· πηγαίνετε κατ' ευθείαν εις την παραλίαν· θα σας δώσω το πλοίον εκείνο και τους θησαυρούς. ΕΡΩΣ. Πήγαινε, καλή μου κυρία, και παρηγόρησέ τον. ΕΙΡΑΣ. Παρηγόρησέ τον, αγαπητή βασίλισσα. ΧΑΡΜΙΟΝ. Και τι άλλο ημπορείς να κάμης; ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Αφήσατέ με να καθήσω. Ω Ήρα! ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Όχι, όχι, όχι, όχι, όχι.

Να βρω γυρίζω Πού να καθήσω, Να ξενυχτήσω Καν μοναχό. Κάθε κλαράκι Βαστάει πουλάκι Ζευγαρωτό. Δε με γνωρίζουν, Κι' εδώ με διόχνουν Κι' εκεί μ' αμπόχνουν, Πού να σταθώ; Αχ πώς να γένω, Πού να πηγαίνω, Να μη χαθώ! Λιγάν οι κλάδοι, Τα φύλλα σιούνται Γλυκοτζιμπιούνται Τ' άλλα πουλιά. Εγώ το ξένο, Το πικραμένο, Χωρίς φωλιά. Από 'να σ' άλλο Πετώ δεντράκι, Να βρω κλαράκι Για να σταθώ. Για ν' ακουμπήσω.

Το βασιλόπουλο αναστέναξε. — Κακά δένδρα είναι, είπε μέσα του, και γελούνε με τον πόνο μου. Εγώ θα καθήσω να ξεψυχήσω εδώ, κάτω απ’ το σιδερένιο πύργο. — Μήνες θα κάτσης γονατιστός, ξαναείπε το κυπαρίσσι, ως που να γεμίσης το σταμνί σου. Και σαν το γεμίσης θα ξεκινήσης πάλι, με της νύκτας το δρόμο, θα πάρης πάλι βουνά και λόγγους και θα γυρίσης πίσω.

Πλησίασα στην εξώπορτα και σιγά σιγά είπα τόνομά της: — Βαγγελιό! Βαγγελιό! Το μαύρο σχήμα, που φαινόταν κάτω από την πορτοκαλιά, κινήθηκε ζωηρά: — Γιωργιό!.., Εσύ σαι, Γιωργιό μου; είπεν η φωνή της. Έτρεξα μέσα κέπεσα στην αγκάλη της. Αλλ' αυτή με ταδύνατα χέρια της, που τα αισθανόμουν να τρέμουν, με κράτησε σαπόσταση και μέβαλε να καθήσω σένα σκαμνί δίπλα της.