United States or Lithuania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πού όμως τηγανήτες, που τους έβλεπα τους Τούρκους να βάζουν τη Λενιώ στο σακκούλι τους και να φεύγουν! Ξημέρωσε ως τόσο, και τοιμάστηκε η μάννα μου να πάη να δη και κείνη την Καλαφάταινα. Του κάκου την παρακάλεσα να με πάρη και μένα. Μ' άφησε κλαμμένο κι απαρηγόρητο, που δεν μπορούσα, να τη δω τη Λενιώ. ΣΗΜ. Εδώ δηγάται κι άλλα ο Γεροδήμος, που δε φαίνουνται και πολύ σπουδαία, ώστε ταφίνουμε.

Α’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Του κάκου• στα πιο μακρυνά όλης της γης μας μέρη, εις της Λυκίας τα Πάταρα, που είναι το μαντείον του Απόλλωνος, ή στης σκληρές κι' άνυδρες Αμμωνιάδες, στο άλλο μαντείον του θεού, αν την γυναίκα στείλης, αδύνατον απ' το γραφτό της Μοίρας να γλυτώση γιατί η ζωή της σώθηκε κ' η ώρα πλησιάζει, που θε ναρθή ο θάνατος γοργά να τηνε πάρη.

Και εις τοιαύτην στιγμήν ο Κύριος ημών απεδύθη εις πόλεμον κατά των δυνάμεων του Κακού και ενίκησεν. Η πάλη δεν ήτο προδήλως απλή αλληγορία.

Το δε μέγιστον των χαρισμάτων όσα διεφυλάξαμεν μετά την πτώσιν ή μάλλον απεκτήσαμεν δι' αυτής, διότι πρότερον μας ήτο, νομίζω περιττόν, είναι η δύναμις εκείνη της ψυχής, την οποίαν ονομάζομεν συνείδησιν και δι' ης διακρίνομεν το καλόν από του κακού αγαπώντες το πρώτον και το δεύτερον μισούντες.

Ω καλημέρα σου αδερφή, της λέει, και τι κάνεις; Πού ήσουν, καιρούς οπώλειπες, και πούθε τώρα εφάνης; Αμ πώς γυμνή έτζι ολότελα, μονάχη τέτοιαν ώρα Σε δρόμου διάβα σαν κι' αυτό στη μέση από τη χώρα; Εδώ για στέκω οχ το ταχύ, του απεκρίθη εκείνη· Και στα χαμένα εστάθηκα· του κάκου έχω προσμείνη· Έκρινα τάχατε καλό την ερημιά ν' αφήσω, Στον κόσμο σαν προτήτερα ναρθώ να κατοικήσω.

Πιστεύωμεν ότι το της γνώσεως του καλού και του κακού ήθελεν αναπτυχθή εκεί θαυμασίως». Το πνεύμα γίνεται λεπτότερον, χαριέστερον, πρωτοτυπότερον αλλά μένει πνεύμα χιουμοριστού παίζοντος και γελώντος· αλλά τότε, όταν ο Ροΐδης γράφη σκέψεις ως τας εξής: «Αποστολή παρ' ημίν της Εκκλησίας είνε να μας οδηγήση ουχί εις τον Ουρανόν αλλ' εις την Κωνσταντινούπολην».

Της Θύμπρας έπεσε η μεριά στους αλογάδες Φρύγες, 430 στους Μήονες και στους Μυσούς, στους άσκιαχτους Λυκιώτες. Μα τι τα θέτε τώρα αφτά; Του κάκου τα ρωτάτε.

Δική σου χάρι έχω ζωή, κι' εσύ κρατάς το νήμα· Στο χέρι σου είναι να κοπή, κι' εγώ να μπω στο μνήμα. Μον δε θαρρώ τόση ασπλαχνιά, και τόση κακοσύνη, Σε τέτια κάλλη αμίμητα η φύση ν' αποδίνη. Της Αφροδίτης όμιασμα η χάρες σε στολίζουν· Πώς την καρδιά σου οι έρωτες καθόλου να μη γγίζουν; Τον έρωτα μη μάχεσαι· φυλάου να τον πεισμόσης· Μη σου κακιόση, κι' ύστερα του κάκου μετανιόσης.

Του κάκου ζητήσαμε, ας είταν και μια φορά, τον ηρωισμό, την αρετή, το κατιτίς εκείνο που τον έκαμνε τρομερό τον Ελληνισμό και στα περασμένα, μα και πολύ κατόπι, όταν κακό μεγάλο τη φοβέριζε την Ελλάδα. Κι ο λόγος πια τώρα δε φαίνεται δυσκολοξήγητος.

Άγριος εφύσα βορράς, οργώνων βαθέως τα κύματα, και η μικρά φελούκα διά να μην αρμενίζη κατεπάν' τον αέρα, είχε μαϊνάρει το πανί της, και είχε μείνει ξυλάρμενη και ωρτσάριζε κ' εδοκίμαζε να κάμη βόλταις. Του κάκου.