United States or Zimbabwe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ίνα λοιπόν πάντοτε, βόσκον εις την φάτνην και κατοικούν όσον το δυνατόν μακρότερον του μέρους, το οποίον 71. | βουλεύεται, προξενή ελάχιστον θόρυβον και ενόχλησιν, και αφίνη το καλλίτερον μέρος να σκέπτηται και αποφασίζη με ησυ- χίαν περί του κοινού συμφέροντος εις όλα τα μέρη, διά ταύτα έδοσαν εις αυτό θέσιν ενταύθα.

Αλλ' εκείνος, πολύ ενησχολημένος με το σιγάρον του, δεν με παρετήρησεν. Αι φορτωτικοί του πλοίου μηχαναί είχον παύσει τον θόρυβόν των πάσαι, εκτός μιας, ήτις εξηκολούθει αναβιβάζουσα κιβώτια επί κιβωτίων, διαφόρου μεν σχήματος και μεγέθους, αλλά πάντα σεσημασμένα τοις αυτοίς αρκτικοίς γράμμασι, πάντα επιμελώς κεκλεισμένα εντός αδιαβρόχων περικαλυμμάτων του αυτού χρώματος.

Από την κοιλάδα και από το χωριό, από όλον εκείνον τον περίκλειστον, ως καλιάν, χώρον ανεδίδετο εις την φωτοπλήμμυραν του ηλίου και εις την αρμονίαν του βόμβου των υδάτων και των εντόμων μία χαρά ζωής, με τον θόρυβον των ανθρώπων συνδιαλεγομένων από δώματος εις δώμα, με τας φωνάς των γυναικών αίτινες εκάλουν τα τέκνα των από τα ύψη του χωριού, με τα άσματα, με τους μυκηθμούς των βοών και των δραγατών το βυκάνισμα, με τους συριγμούς των κοσσύφων και των αηδόνων το κελάδημα.

Μία μόνον μόλις κατεδέχθη να στρέψη την κεφαλήν προς τον θόρυβον και τον όγκον του κρινολίνου· μία υψηλή και ωραία μελαχροινή, ήτις εστέκετο μετά της παπαδιάς εις την τιμητικήν θέσιν, ενώπιον του προσκυνηταρίου. Η ακατάδεκτη αύτη ήτο η κόρη του Καπετάνιου, η μόνη που ανεγνώριζεν ως αντίζηλον η Μαργή.

Η εξακουστή Γαλλία Δεν βαστά την τυραννίαν, Μα με αιματοχυσίαν Αποκτά ελευθερίαν. Καθώς είνε ανδρειωμένη Το καλόν τούτο σκορπίζει Και ολούθεν το χαρίζει Όθεν βλέπει αδικιάν. Εις ημάς τους απογόνους Όσον είδετε χαμμένον, Ιδού τώρ' αποκτημένον Από χείρα δυνατήν· Ένας στρατηγός ανδρείος Πέμπεται οχ την Γαλλίαν, Πίπτει εις την Ιταλίαν Κάμνει θόρυβον πολύν.

Η νεάνις εκάθησε πλησίον του πυρός, το οποίον είχεν ανάψει εις την εστίαν περιμένουσα τον πατέρα της, και εκράτει το ους τεταμένον εις πάντα θόρυβον εις τα φαιδρά άσματα των παίδων της οδού, ανυπόμονος και ανησυχούσα πότε ο πατήρ της να έλθη. Αι ώραι παρήρχοντο και ο πτωχός γέρων δεν εφαίνετο. Το Ουρανιώ είχεν απόφασιν να μη κατακλιθή, αλλ' έμενεν ούτως ημίκλιντος πλησίον της εστίας.

Παρήλθε το μεσονύκτιον και ήρχισαν ν' αντηχώσιν οι κώδωνες των ναών, καλούντες τους χριστιανούς εις την ευφρόσυνον της εορτής ακολουθίαν. Η καρδία της νέας &εκόπηκε μέσα της&. — Πέρασαν τα μεσάνυκτα, είπε, κι' ο πατέρας μου! . . . Συγχρόνως τότε ήκουσε θόρυβον και φωνάς έξωθεν. Η γειτονιά είχεν εξυπνήσει και όλοι ητοιμάζοντο διά την εκκλησίαν.

Η χειρ της προσέκοψεν εις την σανίδα, κ' έκαμε μικρόν θόρυβον. Η γραία, ήτις δεν εκοιμάτο βαρέως, εξύπνησεν. Ανετινάχθη, εσκίρτησεν. Είδε την Φραγκογιαννού ν' αποσύρη την χείρα της και ν' αποχωρή, ανεγειρομένη επί των γονάτων, οπίσω εις την θέσιν της. — Τι κάνεις; έκραξεν έντρομος η γραία. Η λεχώνα επετάχθη, ανεπήδησε. — Τι είναι, μάνα; Η Φραγκογιαννού εσηκώθη, επήρε το καλάθι της.

ΡΩΜΑΙΟΣ Και διατί, αγάπη μου, να μου την πάρης πίσω; ΙΟΥΛΙΕΤΑ Διά να έχω μοναχά να σου την ξαναδώσω. Αλλά γυρεύω του κακού το πράγμα οπού έχω. Είν' η αγάπη μου βαθειά 'σαν πέλαγος, κ' εξ ίσου και η φιλοδωρία μου 'σαν πέλαγος μεγάλη, και όσον περισσότερον σου δίδω, τόσον μένει, διότι ανεξάντλητα τα έχω και τα δύο. Ακούω μέσα θόρυβον.

Αλλά καθ' ην στιγμήν εκινείτο ο Μανώλης διά να πλησιάση, ήκουσε θόρυβον εις το παράθυρον και στραφείς είδε να προκύπτη μεταξύ των βασιλικών η φέσα του Θωμά και ήκουσε την γογγυστικήν φωνήν του γέροντος να λέγη: — Ένα χρόνο θα τσι ταΐζης τσόρνιθες; Έλα μέσα που σε θέλω.