Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Ιουνίου 2025


Αλλά το παιδί τους είπε πως είνε τώρα από κάτω η χώρα. Του έδωσαν και ένα τάλλαρο. — Νά το, είπεν ο παις, επιδείξας το δολλάριον. — Και 'πήγε ς' τη χώρα; ηρώτα ανυπομόνως η θεια Μυγδαλίτσα. Είνε ο γυιος μου! Είνε του γυιου μου το καράβι! Διώρθωσε τον φανόν της και τον ήναψεν. Ησπάσθη τας Εικόνας, απεχαιρέτισε τους ποιμένας και ανεχώρησε.

Και πώς τα παίζουν; ηρώτα ο γείτων. — Θα σας το ειπώ ύστερα. Κυττάξετε, τι ωραία που είνε. Αλλά μόλις είχε τελειώσει την φράσιν του ο πτωχός Αλέξανδρος, και εφάνη εμπρός του ο διδάσκαλος.

Και αφού είπεν αυτά εσηκώθη και επορεύθη προς το μέρος του ουρανού οπόθεν καθαρώτατα ακούονται τα λεγόμενα εκ της γης, διότι ήτο η στιγμή κατά την οποίαν έπρεπε ν' ακροασθή τας ευχάς. Ενώ δε επροχώρει με ηρώτα περί των συμβαινόντων εις την γην• κατ' αρχάς ποία είνε η τιμή του σίτου εις την Ελλάδα, εάν ο περυσινός χειμών μας έκαμε πολλάς ζημίας και εάν τα λάχανα έχουν ανάγκην περισσοτέρας βροχής.

Δεν ηρώτα ποτέ την πάσχουσαν πώς επέρασε την ημέραν, αλλά και δεν εγόγγυζε ποτέ ούτε παρεπονείτο διατί να είνε άρρωστη. Είχεν εργασίας, είχε σχέδια, ειργάζετο ο ίδιος, αλλά και δεν έπαυε να έχη παραγυιούς, να δανείζεται και να πληρώνη ημεροκάματα. Είχε δύο τρεις ελαιώνας λαμπρούς, φθονετούς, κ' εύρισκε τους δανειστάς προθύμους.

Ξέρ' 'ς τίποτα κολλήγα; ηρώτα ενίοτε. Κι' εκεί που ο γέρων διεσκέδαζε θεωρών τον καπνόν του τσιμπουκίου του, έλεγεν ο ποιμήν: — Όποιος δεν πάει ς' την εκκλησιά, δεν θα φάγη γουρνόπουλα. Και μετ' ολίγον πάλιν έλεγε: — Νά, μόνον η κουμπάρα θα φάη. Τέλος του Μπάρμα-Σταύρου του ήλθε μικρός ύπνος.

Και εάν την ώραν που είνε ξαπλωμένοι μαζή παρουσιάζετο ο Ήφαιστος με τα εργαλεία του και τους ηρώτα: — Τι είν' εκείνο που θέλετε να παραχθή από τους δύο σας, ω άνθρωποι;

Ούτω πως, καθώς νομίζω, είχεν ο λόγος: Ηρώτα δηλαδή αυτόν το μειράκιον εν τίνι περιστάσει νομίζει τον πλούτον κακόν τι και εν τίνι επίσης καλόν• εκείνος δε αποκριθείς είπε : Κρίνω όπως και συ τώρα δα, δηλαδή ότι εις μεν τους καλούς και αγαθούς ανθρώπους και εις εκείνους οι οποίοι ηξεύρουν πού και πώς να μεταχειρίζωνται τα χρήματα, κρίνω ότι είναι καλόν, εις δε τους κακούς και τους μη ηξεύροντας, κακόν.

Τοιούτοι θρίαμβοι ήσαν εννοείται αρκετά δαπανηροί. Ότε δε μετά τίνα έτη φίλος του τον ηρώτα εάν δεν μετεμελήθη διά τας εικοσιπεντακισχιλίοις δραχμάς ας εδαπάνησε διά ωραίαν πριμαδόναν, ο Ροΐδης απήντησε το εξής αμίμητον: «Ο κ.

Αλλ' επιθυμώ να κάμω το εξής, διά να γείνη εκείνο το οποίον επιθυμείτε, δηλαδή συναναστροφή και συνδιάλεξις μεταξύ μας· εάν ο Πρωταγόρας δεν θέλει ν' αποκρίνεται, τότε αυτός μεν ας ερωτά, θ' αποκρίνωμαι δ' εγώ, και συγχρόνως θα προσπαθήσω να του δείξω με ποίον τρόπον λέγω ότι πρέπει ν' αποκρίνεται εκείνος που αποκρίνεται· όταν δ' εγώ ήθελον αποκριθή εις όσα αυτός με ηρώτα, πάλιν με τον όμοιον τρόπον να τον ερωτώ εγώ και να μ' αποκρίνεται αυτός.

Από της στιγμής εκείνης ο Αλκιδάμας περιεφέρετο και εδείπνα, όπως οι Σκύθαι, μετατοπιζόμενος προς τα αφθονώτερα τρόφιμα και ακολουθών τους περιφέροντας τα φαγητά. Αλλά και ενώ έτρωγε δεν έπαυε να ομιλή περί αρετής και κακίας και να κατακρίνη τον χρυσόν και τον άργυρον. Και ηρώτα τον Αρτσταίνετον τι τα ήθελε τα τόσα πολύτιμα ποτήρια, ενώ τα χωματένια θα έκαναν την ίδια δουλειά.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν