United States or Heard Island and McDonald Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Άουλος ήτο ανήρ στρατιωτικός και δραστηριώτατος ώστε δεν ηθέλησε να προφέρη εις απάντησιν διαταγής ματαίους λόγους λύπης ή παραπόνων. Εν τούτοις μία ρυτίς οργής και λύπης ηυλάκωσε το μέτωπόν του, και αφού εξήτασε τας πινακίδας και την σφραγίδα, υψώσας έπειτα τους οφθαλμούς του προς τον γέροντα εκατόνταρχον είπεν ηρέμα: — Περίμενε εις το Άτριον, Άστα· θα σου παραδοθή η όμηρος.

Όλοι εσίγησαν γύρω· ρίγος διέδραμε τους παρεστώτας και πάντες ύψωσαν τους οφθαλμούς προς τον πάσσαλον. Η κεφαλή του μάρτυρος εκινήθη ηρέμα και ήκουσαν φωνήν οιμώζουσαν κατερχομένην από του ύψους του ιστού: — Συγχωρώ . . . Ο Χίλων έπεσε πρηνής ολολύζων ως θηρίον και με τας δύο χείρας ήρχισε να σωρεύη χώμα επί της κεφαλής του.

Εκείνος κατήλθε φοβερώς εις έκπληκτον συνείδησιν από Αοράτου Παρουσίας· ούτος εξεφράσθη διά γλυκείας ανθρωπίνης φωνής συγκινούσης απαλώς την καρδίαν με ρήματα ειρήνης. Εκείνος εδόθη επί του ερήμου και πληττομένου από τας καταιγίδας όρους, ούτος επί της ανθοσπάρτου χλόης του πρασίνου λόφου του κατερχομένου ηρέμα προς την λίμνην την αργυράν.

Όλοι σ’ αυτόν τον κόσμο σφάλλουμε, άλλος πιο πολύ, άλλος πιο λίγο, σήμερα ή αργά ή γρήγορα: τι πάει να πει αυτό; Μήπως ο λιμενάρχης δεν είχε συγχωρήσει; Γιατί δε θα έπρεπε να συγχωρήσουν και οι άλλοι; Α, εάν όλοι συγχωρούσαμε ο ένας τον άλλο! Ειρήνη θα βασίλευε στον κόσμο: όλα θα ήταν καθαρά και ήρεμα, όπως εκείνη τη φεγγαρόφωτη νύχτα. Σηκώθηκε και πήγε να κάνει μια βόλτα στο κτηματάκι.

Έκλεισε το λογαριασμό της με τον κόσμο, αφού είπε, πριν πεθάνη, πόσο πολύ αγαπούσε τα παιδιά και μέ. Ύστερα από λίγες ώρες έκλεισε τα μάτια της. Τα έκλεισε δίχως αγωνία ήρεμα κ' ήσυχα έτσι όπως σβήνει ένα κερί. Έζησε την ξεχωριστή ζωή της και πέθανε τον ξεχωριστό της θάνατο. Είτανε τόσο αδύνατη, ώστε δεν πάλεψε με το θάνατο. Είχε παλέψει πριν αρκετά με τη ζωή.

Μένων Σχήμα κατά τον ορισμόν σου δεν είναι, παρ' εκείνο που τ' ακολουθή το χρώμα. Έστω. Αλλ' αν κανένας δεν ήθελε να ειπή, ότι γνωρίζει το χρώμα, αλλ' απορεί, όπως και διά το σχήμα, πώς σου φαίνεται θ' απαντούσες; Εάν όμως, φίλοι, όπως εγώ και συ, θα ήθελον να συνδιαλέγωνται, τότε πρέπει, κάπως πλέον ήρεμα και διαλεκτικά, ν' απαντήσω.

Συγχρόνως υπεξείλεν ηρέμα την φλοκάταν όπισθεν των ώμων του Βράγγη, μη παρατηρήσαντος αυτόν, και έφυγε τραπείς την προς την κώμην άγουσαν. Διότι, ότε επαρουσιάσθη το πρώτον προς τον Βράγγην, δεν ήλθε διά της αυτής οδού, ην ηκολούθησε και ούτος, αλλά διά της αντιθέτου.

Εδώ δα είνε που είδα και καλύτερα τον Σωκράτη παρά εις την Ποτίδαιαν· διότι ο ίδιος διέτρεχα ολιγώτερον κίνδυνον, επειδή ήμουν έφιππος· και πρώτον παρετήρησα πόσον ανώτερος του Λάχητος ήτο εις αταραξίαν έπειτα μου εφαίνετο, ω Αριστόφανες, πώς τον έβλεπα όπως τον παρέστησες συ, περιπατούντα δηλαδή κ' εκεί όπως κ' εδώ, υπερήφανον και λοξοβλέποντα , ηρέμα περισκοπούντα και τους ιδικούς μας και τους πολεμίους, κατά τρόπον που εφανέρωνεν εις τον καθένα και από πολύ μακράν ακόμη, ότι αν κανείς ετολμούσε να πλησιάση τον άνδρα, θ' απεκρούετο ερρωμένως.

Η Γκριζέντα δάγκωσε τα χείλη και χτύπησε στον τοίχο για να σωπάσει η Νατόλια. «Υπάρχουν και τα πνεύματα. Τα ακούτε;» «Ω, κάποια γυναίκα χτυπάει!», είπε απλά η ντόνα Ρουθ. «Πνεύματα, ποντίκια και γυναίκες για μένα είναι το ίδιο πράγμα», απάντησε ήρεμα ο Τζατσίντο. Και η Γκριζέντα από την άλλη μεριά, ακουμπισμένη στη μεσοτοιχία, άρχισε να γελά δυνατά.

Όθεν ανωρθώθη ηρέμα, προνοών και φειδόμενος μη καταλάβωσιν αυτόν ωτακουστήν επ' αυτοφώρω, εβώβανε τον κρότον των βημάτων του και απεμακρύνθη. Άλλως δε ήτο ανυπόδητος και το βήμα του ήτο φύσει ελαφρόν, πλειότερον δε ηδύνατο ν' ακουσθή η αναπνοή του ή τα βήματά του. Δισταγμοί. Παρήλθον πολλαί ημέραι. Ουδέν νεώτερον επισυνέβη. Τα πράγματα έβαινον ως το σύνηθες.