Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 22 Ιουνίου 2025
Ο Σκούντας διελογίσθη ότι ουδείς κίνδυνος ήτο να διέλθωσιν ενταύθα την νύκτα, διότι αι καλογραίαι δεν εμελλον βεβαίως να τους καταδιώξωσι διά νυκτός. Το κτίριον ήτο ημισκεπές και ετοιμόρροπον. Ο Σκούντας έψαυσε την θύραν, πιστεύσας ότι αύτη θα ήτο ανοικτή. Αλλ' όμως δεν ηνοίχθη. Μέγας λίθος τεθειμένος όπισθεν εμπόδιζε τούτο.
Η θύρα του σταύλου έτριξε και ηνοίχθη, και εις το άνοιγμα της είδα Τούρκου μορφήν φοβεράν. Εκράτει ξίφος γυμνόν εις την μίαν χείρα, εις δε την άλλην ράβδον, και από της άκρας της ράβδου εκρέματο λύχνος, το δε φως του λύχνου εφώτιζε του Τούρκου το πρόσωπον, και όπισθεν των ώμων του άλλαι Τούρκων κεφαλαί έρριπτον περίεργα εντός του σκότους βλέμματα.
Ουδέν ηκούετο και εκ των λοιπών γύρω κοιτωνίσκων. Ησύχαζον ή εκοιμώντο οι επιβάται. Μόνον εκεί, αντικρύ μου, εγνώριζα ότι ούτε ησυχία ούτε ύπνος υπάρχει, και όμως βαθεία κ' εκεί σιωπή. Επί τέλους η θύρα ηνοίχθη.
Το κοράσιον, ανασηκώσαν τον επί των οφθαλμών του επίδεσμον, ηρώτα μετ' ανησυχίας την μητέρα του: «Τι τρέχει; Ποίος είναι;» ο δε φοιτητής, όρθιος πάντοτε, διακόψας την προσήλωσιν εις την θύραν του δωματίου του ιατρού, έστρεψε τον υγιή οφθαλμόν προς την είσοδον της τραπεζαρίας. Όλοι μετά περιεργείας επερίμενον την εμφάνισιν των ανερχομένων. Επί τέλους η θύρα ηνοίχθη.
Ο έπαρχος ενόμισε την στιγμήν πρόσφορον όπως λάβη κ' εκείνος τον λόγον, αλλ' η γραία δεν τω έδωκε τον αναγκαίον προς τούτο καιρόν. — Δεν φορούμεν φράγκικα, εξηκολούθησε, και δεν είμεθα πλούσιοι, αλλά κάτι σημαίνομεν και 'μείς 'ς τον τόπον μας. Ας κοπιάση εκεί του λόγου της να μάθη αν είναι της ελεημοσύνης η Κυρά Λοξή...... Διέκοψε την γραίαν η θύρα του ιατρού, η οποία ηνοίχθη τρίζουσα.
Ήχος βημάτων βαρέων προχωρούντων προς την οικίαν διέκοψεν αίφνης την έξω ησυχίαν. Τα βήματα διεκόπησαν προ της θύρας, και το άνω φύλλον αυτής, υπείκον εις πίεσιν χειρός ωθούσης έξωθεν, έτριξεν ελαφρώς και ηνοίχθη κατά το ήμισυ.
Ηνοίχθη και εισήλθεν εις την τραπεζαρίαν γραία χωρική, εξηκοντούτις περίπου, οδηγούσα νησιώτην γεροντότερον έτι. Η γραία ήτο μικρόσωμος, εφαίνετο δ' έτι μικροτέρα πλησίον του υψηλού γέροντος, του οποίου εκράτει την αριστεράν διά της δεξιάς χειρός της. Εις την δεξιάν του ο γέρων έφερε ράβδον στιβαράν.
Την στιγμήν εκείνην ηκούσθη φωνή, βήμα, κρότος, εις το μικρόν χαγιάτι έξω, και η θύρα, την οποίαν η γραία, η πενθερά του Λυρίγκου, αναχωρήσασα δεν είχε κλείσει εις το μάνδαλον, αλλά μόνον την είχε γείρη, ηνοίχθη πέραν και πέραν, ενδίδουσα εις ώθησιν έξωθεν. — Εδώ είναι, ηρώτησεν ο εμφανισθείς άνθρωπος, εδώ είναι, το σπίτι του Λυρίγκου, του τσοπάνη;
Ο έπαρχος ήρχισε να βαρύνεται, καθόσον μάλιστα ηναγκάζετο ν' ακούη μόνον, μόλις δυνάμενος πού και πού να είπη ένα λόγον και αυτός, διακόπτων την ευγλωττίαν της κυρά-Λοξής. Άλλως δε η προσοχή του ήτο εστραμμένη και εις την θύραν του ιατρού, η οποία επί τέλους ηνοίχθη, εξελθούσης της κομψής κυρίας με το κοράσιόν της.
Αλλά πριν αυταί κινηθώσιν, η θύρα του ισογείου ηνοίχθη μετά κρότου, και η θειά-Σοφούλα έντρομος, ανυπόδητος, με ταις κάλτσαις μόνον, γυμνώλενος, με τας χείρας ζυμαρωμένας, έτρεξε προς το φρέαρ κράζουσα: — Το κορίτσι! το κορίτσι! Διά της εις την στοργήν ιδιαζούσης μαντείας, η θειά-Σοφούλα ενόησεν αμέσως ότι η μικρά της βαπτιστική είχε πέσει εντός του φρέατος. Και τωόντι δεν ηπατάτο.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν