Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025
Όλοι οι κριτικοί της αρχαίας φιλολογίας παινεύουν τη αφηγηματική χάρη, τη ζωηρότητα της περιγραφής, τις ζωντανές εικόνες των τόπων και των προσώπων, τη δροσιά και την απλότητα του ύφους, τη σύντομη φρασεολογία — σαν το πιο όμορφο δείγμα εκείνου, που οι αρχαίοι το έλεγαν «αφελής λέξις» και που ταιριάζει τόσο στα τέτοιου είδους έργα.
Αυτηνής είναι οι πιο ζωντανές κι απ' τον ζωντανόν άνθρωπο μορφές κι αυτηνής επίσης τα μεγάλα αρχέτυπα, των οποίων τα πράγματα που υπάρχουν δεν είναι παρ' ατελή αντίγραφα. Η φύση δεν έχει μπροστά στα μάτια της ούτε νόμους ούτε ομοιομορφία. Μπορεί να κάνη θαύματα όταν θέλη, και παρουσιάζονται μπροστά της, όταν καλή, τέρατ' από τα βάθη.
Νεράιδες ζωντανές, ασπροφορεμένες, που έσερναν τον χορό, κ' ετραγουδούσαν, μέρα μεσημέρι: «Ημείς παίρνουμε της μιλιές, ημείς καλές κυράδες». Και κα-κα-κα τα γέλοια, κα-κα-κα τα γέλοια. Εγώ ήκουα μετά προσοχής, κ' εκύτταζα γύρω γύρω, ως να ήλπιζα να ιδώ κάπου ανάμεσα στα πυκνά κλαδιά, κάτω στο ρέμμα, της «καλές κυράδες», όπου έλεγεν ο Νικολός.
Όλες σκλάβες, όλες ορφανές από πατέρα κι' από μάννα, έρημες όλες από πατρίδα κι από σπιτικό. Και να είτανε να πης πηγαίνανε σε μοναστήρι να κλειστούν ή και ζωντανές να θαφτούνε σαν το συγγενολόγι τους σε κάποιο σπήλιο κι αυτές! Σκοπός και τέλος του ταξιδιού τους είταν η ατιμιά, το ζωντανό το μαρτύριο. Αρχηγός Τουρκαρβανίτης και μερικοί Τούρκοι μαζί του τις οδηγούσαν κατά τη Σούδα.
Όταν ήθελε να μιλήση βιαστικά, να προστάξη κατιτί, να μαλώση κανένα ή να γλυκομιλήση σε καμιά, οι λέξες του καιρού του πηδούσανε στα χείλη του, ξάστερες και ζωντανές σαν την ανάβρα. Έτσι κ' εκείνη πετιέται μέσ' απ' το τσιμεντολίθαρο που ρίχνει να την θάψη ο αναίσθητος χτίστης. Ο Αριστόδημος επείσμωνε περισσότερο.
Γιατί δεν είναι σαν το χαρέμι εκεί, να βλέπης κοιμισμένα κορμιά. Όλες γλυκοφέγγουν εκεί ζωντανές, λυγερές, και σπαρταριστές. Μια να τις έβλεπες, και θα μου έλεγες αμέσως: «Εγώ θα μείνω εδώ· δεν τ' αφίνω πια το χωριό». Όχι, φτάνει μας. Αλλού είναι η δουλειά μας τώρα. Την πηγή την είδαμε. Τα ήπιαμε τα κρουσταλλένια της τα νερά.
Ω πολυαγαπημένη μου! σ' αυτή την κατασπαραγμένη καρδιά μου συχνά εισέδυσε η τρελλή ιδέα . . . να γείνη το τυχερό μου; Όταν ανεβαίνης στο βουνό καμμιάν ωραία καλοκαιρινή βραδειά, τότε θυμού εμένα, πως ανέβαινα τόσες φορές από την κοιλάδα, και τότε ρίξε βλέμμα προς το κοιμητήριο εκεί πέρα στον τάφο μου, που επάνω του ο άνεμος θα κινή τα ψηλά χόρτα εις τη λάμψη του ηλιοβασιλέματος, Ήμουν ήσυχος όταν άρχισα· τώρα, τώρα κλαίω σαν παιδί βλέποντας να έρχωνται γύρω μου αυτές η ζωντανές εικόνες . . . »
Ο Έφις τις αναγνώριζε όλες αυτές τις φιγούρες, τις άκουγε που μιλούσαν, καταλάβαινε ότι ήταν ζωντανές και πραγματικές∙ και όμως είχε την εντύπωση ότι ονειρευόταν : ήταν φιγούρες του ονείρου της ζωής. Ήταν ο παπάς, ήταν ο Μιλέζος, ήταν ο Τσουαναντόνι, ήταν οι υπηρέτριες του ντον Πρέντου και ο ίδιος ο ντον Πρέντου και η Νοέμι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν