Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 2 Ιουνίου 2025


Γι' αυτό αιστανόταν εκείνη τον κόπο που έβαζα να τη φέρω εκεί όπου δεν ήθελε, γι' αυτό αιστανόμουνα εγώ την αντίστασή της και γι' αυτό η ζωή μας όλη είτανε κυριολεχτικά ένας αγώνας για την αγάπη κ' ένας αγώνας για τη ζωή και για το θάνατο. Είχα ζήσει τόσον καιρό κάτω από τον ίσκιο του θανάτου, ώστε δεν το νόμιζα πια δυνατό πως θα μου είτανε δοσμένη άλλη τύχη.

Είδα την Ιφιμέδεια, γυναίκα του Αλωέα, 305 'πώλεγεν ότι επλάγιασε σιμάτον Ποσειδώνα, και δύο τέκνα γέννησε, κοντόχρονα, τον Ώτον, τον θείον, και τον ξακουστόντον κόσμον Εφιάλτη• απ' όσους έθρεψεν η γη ψηλότερ' ήσαν 'κείνοι, κ' ύστερ' απ' τον Ωρίωνα, λαμπρότεροιτο κάλλος. 310 ήσαν εννηάχρονα παιδιά κ' εννέα πήχαις είχαν πλάτος, αλλά το μάκρος τους έφθανε ορυιαίς εννέα• και τους θεούς φοβέριζαν ακόμη αυτοί να στήσουν μάχην φρικτήντον Όλυμπο, πολέμου τρικυμία. την Όσσαν εις τον Όλυμπο, 'ς την Όσσα το δασώδες 315 Πήλιο να θέσουν ήθελαν, 'ς τον ουρανό να φθάσουν. και αν είχαν ζήσει ν' ανδρωθούν θα το 'χαν κατορθώσει• πλην του Διός και της Λητώς τους έσβυσεν ο γόνος, πριν κάτω από τους μήλιγγαις η τρίχαις τους ανθήσουν, και με τ' ωραίο χνούδι τους τα μάγουλα σκιάσουν. 320

Κι' ίσως μια μέρα πει κανείς απ' τους στερνούς ανθρώπους, πολύκουπα αρμενίζοντας πας στο γαλάζο κύμα Να! μνήμα εκεί παλικαριού που στα παλιά τα χρόνια του κοσμοξάκουστου Έχτορα τον σκότωσε το χέρι. 90 Έτσι ίσως πουν, κι' η δόξα μου θα ζήσει πάντα εμέναΕίπε, κι' εκείνοι απόμειναν χωρίς να βγάζουν λέξη· όχι να πούνε ντράπηκαν, ναι δείλιασαν να πούνε.

Κυρά, της λέγει ο βασιλεύς, εγώ μεταβάλλω την απόφασίν μου, και με κάθε δικαιοσύνην σας συγχωρώ το σφάλμα, και σου επιστρέφω την ελευθερίαν, και θέλεις ζήσει διά τον Ταλμούχ, και ο ευτυχής Ταλμούχ θέλει ζήσει δι' εσένα. Υπάγετε το λοιπόν, ω τέλειοι αγαπητικοί, να περάσετε ευτυχώς το επίλοιπον της ζωής σας, και παρακαλώ τον ουρανόν κανένα πράγμα να μη συγχίση πλέον την ησυχίαν σας.

Πόσες φορές ρεμβάζων ησθάνθην την ευτυχίαν μου, όπως τώρα την αισθάνομαι εις την πραγματικότητα και εσκεπτόμην ότι και αν το παν εκείνην την στιγμήν ετελείωνε, όμως πόσον ευτυχής θα είχα ζήσει! . . . και η ημέρα ετελείωνε, αλλά νέα ήρχιζε, και μοι εφαίνετο ακόμη ωραιότερα! Πόσον ευλογημένος είναι αυτός ο κόσμος! Πόσον απείρως καλός είναι ο Θεός, Μπαμπέττα!».

Και εν τούτοις ήτο τόσον μεγάλη η απομόνωσις εις την οποίαν είχε ζήσει μέχρι τούδε ο Χριστός, ώστε, μολονότι ο Ναθαναήλ εγνώριζε τον Φίλιππον, ήκουεν όμως πρώτην φοράν το όνομα του Ιησού.

Από την βορεινήν κατοικίαν του εν Ναζαρέτ, ο Ιωσήφ, ο ξυλουργός του χωρίου, παρέλαβε την Μαρίαν, την μνηστήν του την έγκυον, και εξεκίνησε μαζύ της διά μέσου των αμπελοφύτων δρόμων προς το χωρίον, όπου είχε ζήσει ο μέγας πρόγονός των ο Δαυίδ, όταν ήτο ακόμη μικρός ποιμήν βόσκων τα πρόβατά του επί των λόφων.

Η νέα αυτή περιέργεια σκόρπισε σχεδόν όλον τον κόσμο των ονείρων, που μας έδενε ως τώρα, και πλάτυνε τον κύκλο της αίστησής μας τόσο, ώστε να περικλείση και τη ζωή εκείνων, που είχανε ζήσει κ' εργαστεί και υποφέρει σ' αυτό το μέρος και που ο καιρός που πέρασε τους άλλαξε τόσο σκληρά, ώστε να μην τους χρυσώνουν πια ευτυχισμένα όνειρα την τραχειά πραγματικότητα.

Εις την πρώτην γένναν, προ δύο ετών, είχε κάμει κορίτσι, το οποίον είχε ζήσει ολίγας ημέρας, και είχεν αποθάνει. Τώρα πλέον ας ήτον στερεωμένο και καλορρίζικο, να της ζήση αυτό, αφού μάλιστα ήτον και αγοράκι. Η παπαδιά της είπε τας εγκαρδίους ευχάς της, και ούτε την ηρώτησε τι περιείχεν η φιάλη, η εντός του καλάθου, ήξευρε καλώς περί τίνος επρόκειτο.

Ούτε ο φόβος των θεών ούτε ο φόβος των νόμων ημπόδιζε τους ανθρώπους· το πρώτον, διότι βλέποντες τους πολίτας όλους αποθνήσκοντας αδιακρίτως έκριναν ότι ουδεμία υπήρχε διαφορά μεταξύ ευσεβείας και ασεβείας· το δεύτερον, διότι ουδείς ήλπιζεν ότι ήθελε ζήσει μέχρις ου δικασθή και τιμωρηθή, πολύ δε περισσότερον εφοβούντο την υπέρ τας κεφάλας των επικρεμαμένην απόφασιν και έκριναν εύλογον, πριν προσβληθούν υπ' αυτής, να απολαύσουν ολίγην τινά ηδονήν βίου.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν