Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025


Η Βεάτη εσκέφθη ότι ίσως η ξένη εκοιμάτο, και αφού το πράγμα ούτως είχεν, η Σιξτίνα μη έχουσα ν' αποτείνη τον λόγον πρός τινα, δεν ήτο ανόητος να ομιλή μόνη της, και ούτω συνέβαινεν ώστε αυτή, η Βεάτη, καίπερ τείνουσα υπερμέτρως τα ώτα, ουδέν όμως ήκουεν. Η εικασία αύτη εφάνη εις την Βεάτην η λογικωτάτη, εξ όσων είχε κάμει ποτέ. Εν τούτοις ηκροάτο εισέτι.

Όχι, . . . μη τους κάμης κακόν! άφησέ τους . . . . Τι μας πειράζουν; — Κακόν να τους κάμω; απήντησε μειδιών ο κύριος Μαρής. Πού σου εφάνη; Έννοια σου, μην ανησυχής . . . . και δεν θα πάθουν τίποτε. Καλόν θα τους κάμω . . . και θα σιωπήσουν, θα ιδής! — Μα τι σκοπόν έχεις;

Όταν ο Ευθύφρων παρά πολύ καλά μου εξηγήση ότι όλοι οι θεοί θεωρούν άδικον τον τοιούτον θάνατον του δούλου, τότε κατά τι περισσότερον έχω μάθει εγώ από τον Ευθύφρονα παρά το τι πράγμα επί τέλους είναι το ευσεβές και το ασεβές; Διότι αυτή η πράξις, ο θάνατος του δούλου σας, ήθελεν είναι μισητή εις τους θεούς, καθώς ομολογείς. Αλλ' όμως έως τώρα δεν εφάνη επαρκής ο ορισμός του ευσεβούς και ασεβούς.

Ευθύς που εφάνη η ημέρα ο Καλάφ άνοιξε το κουτί όπου ήταν εκείνη η εικόνα· μα εστάθη συλλογισμένος πριν να την θεωρήση. Τι μέλλει να κάμω, εφώναξε, χρεωστώ να παρουσιάσω εις τους οφθαλμούς μου ένα υποκείμενον τόσον κινδυνώδες; στοχάσου, ω Καλάφ, στοχάσου τα αποτελέσματα τα θλιβερά που αυτή επροξένησε, και προξενεί.

Τότε της εφάνη ότι έβλεπεν εμπρός της τον Καμπαναχμάκην, τον άγροικον εκείνον του βουνού· ίστατο ενώπιόν της με την στραβολέκαν του την ποιμενικήν, με το σκαιόν ήθος του, με την όψιν του την τραχείαν και με λαρυγγώδη φωνήν της έλεγε : «Στο Κακόρρεμμα! Στο Μονοπάτι, στη Βρύσι του Πουλιού! Στου Γέροντα το ΕρμητήριοΚαι καθώς εγίνετο άφαντος, ακόμη επανέλαβε· — «Στο Ερμητήριο!

Όχι, όχι! ανέκραξεν ο Καίσαρ, θα τους ανοίξω τους κήπους, θα τους διανείμω άρτον. Ευχαριστώ, Πετρώνιε. Θα δώσω αγώνας. Και τον ύμνον αυτόν, τον οποίον σας έψαλα απόψε, θα τον ψάλω δημοσία. Ειπών αυτά, έθηκε την χείρα επί του ώμου του Πετρωνίου και, μετά τινα σιγήν, ηρώτησενΈσο ειλικρινής· πώς σου εφάνη; — Ήσο άξιος του θεάματος, όπως το θέαμα ήτο άξιον σου! απεκρίθη ο Πετρώνιος.

Απεβιβάσθη εις το Ξάνεμον, εις ένα βορειανατολικόν λιμένα· εβάδισε δύο ώρας, συνοδευόμενος από δύο αγωγιάτας με τας ημιόνους των, φέροντας την μικράν αποσκευήν του, κ' έφθασεν εις το Κάστρον. Η αύρα της θαλάσσης εφάνη σώτειρα και υγιαντική. Επαρουσιάσθη εις τους γονείς του, κ' είπε: — Καλά μου λέγατε, δεν μπορεί να θεμελιώση τινάς απάνω στην άμμο. Το Γκλεζώ πέθανε.

Σωκράτης Τι δε να είπωμεν διά τα άλλα; δεν φαίνονται ότι αι ιδέαι του λόγου έχουν τοποθετηθή συγκεχυμένως; ή φαίνεται ότι, εκείνο το οποίον ελέχθη δεύτερον, έπρεπε ένεκα ανάγκης τινός να κατέχη την δευτέραν θέσιν αυτό παρά άλλο τι των λεχθέντων; Διότι εφάνη εις εμέ, ο οποίος εξ άλλου ομολογώ την άγνοιάν μου, ότι ο συγγραφεύς με γενναιότητα έγραφεν ό,τι του ήρχετο εις τον νουν· συ δε μήπως ευρήκες λογογραφικήν τινα ανάγκην ένεκα της οποίας εκείνος έτσι κατά σειράν το έν πλησίον του άλλου έβαλεν αυτά;

Αλλά την τριακοστήν πρώτην του Ιανουαρίου συνέβη μία μάχη, εις την οποίαν μόνην καθ' όλον το διάστημα της εκστρατείας ενικήθησαν οι Έλληνες και υπέπεσον εις αισχράν φυγήν· αλλά και τούτο συνετέλεσεν εις το να δοξάση περισσότερον τον Καραϊσκάκην, ο οποίος εφάνη πολύ σημαντικώτερος, παρά αν ήθελε κατορθώσει αξιόλογον νίκην.

Άκουε!... Έτοιμα εκεί τα είχα τα μαχαίρια, Αδύνατον να μη τα ιδή! — Μ' εφάνη 'σάν να βλέπω εμπρός μου τον πατέρα μου εκεί που εκοιμάτο, αλλέως εγώ μόνη μου το έκαμνα!... Ο Μάκβεθ! ΜΑΚΒΕΘ Τετέλεσται! — Δεν ήκουσες κανένα κρότον; ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Μόνον της κουκουβάγιας την φωνήν και την βοήν των γρύλλων. Δεν ήσο συ που 'φώναξες; ΜΑΚΒΕΘ Αι; Πότε; ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Τώρα! ΜΑΚΒΕΘ Τώρα; ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Μάλιστα!

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν