United States or Cook Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΧΟΡΟΣ Εσείς π’ ακούτε, θεοί, από ψηλά τα δίκια μου παρακάλια κάμετ’ η πόλη να νικήση° και στων εχθρών, που πλάκωσαν τη γη μου, τα κεφάλια στρέψατε του πολέμου τα κακά, κι όξω απ’ τους πύργους κεραυνούς ο Δίας να τους κάψη ας ρίξη.

ΒΕΡΑΔηλαδή φοβούμαι μήπως πλήξετε εσείς. Είμαι τόσο λίγο διασκεδαστική. ΦΛΕΡΗΣΒέρα, άφισέ με να σου μιλήσω τώρα με το μικρό σου όνομα. Είναι η πρώτη στιγμή που βρεθήκαμε μοναχοί μας ύστερ' από δεκαοκτώ χρόνια. Άφισέ με να σου μιλήσω, όπως σου μιλούσα μια φορά. ΒΕΡΑΜια φορά.. . Αλήθεια! Είναι τόσος καιρός από τότε; ΦΛΕΡΗΣΤι έχει να κάνη ο καιρός.

Όμορφος είναι ο Δάφνης όπως και τα λουλούδια· όμορφα μιλάει το σουραύλι του όπως και τ' αηδόνια· για κείνα όμως δε λέω τίποτε. Άμποτε να γινόμουνα σουραύλι του για να με φυσάη· άμποτε να γινόμουνα κατσίκι για να με βόσκη εκείνος. Ω! κακό νερό, μονάχα το Δάφνη έκαμες όμορφο κ' εγώ του κάκου ελούστηκα. Χάνουμαι, αγαπημένες Νύμφες, και μήτ' εσείς δε σώζετε την κόρη, που αναθράφηκε κοντά σας.

Ένας μορφωμένος μουσουλμάνος μας είπε κάποτε: «Εσείς οι χριστιανοί τόσον καταγίνεσθε να παρεξηγήτε την τετάρτη εντολή, ώστε να μην έχετε ποτέ σκεφθή να εφαρμόσετε καλλιτεχνικά τη δεύτερη εντολή». Είχε όλως διόλου δίκιο κι όλη η αλήθεια στο ζήτημά μας είναι ότι το κατάλληλο σχολειό για να μάθη κανείς την τέχνη δεν είναι η Ζωή, αλλά η Τέχνη».

Ο Ορμώζ ωσάν τους είδε είπεν· ιδού τέλος πάντων που είμαι έτοιμος διά να πληρώσω το τάξιμόν μου· εσείς θέλετε διακρίνει αν εγώ με δίκαιον τρόπον σας είπα πως είμαι ο πλέον δυστυχής βασιλέας του κόσμου.

Και θεωρών την σύζυγόν του προσέθηκεν ο γέρων: — Κι' άλλη φορά, κυρά Κρατήρα, τα παιδιά σου να τ' αναθρέψης καλλίτερα. — Ναι! τώρα είπες καλά, εκραύγασε και ο ποιμήν. Και κρατών την ευωδιάζουσαν κεφαλήν του χοιριδίου εστρώθη οκλάδην παρά την τράπεζαν γελών και λέγων: — Εσείς δεν θα τρώτε τώρα από το γατοφαγωμένο.

Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ Το δάκτυλο με τρώγει· κάποιος έρχεται. Ανοίξετε, ω θύραις, όποιος κι' αν κτυπά! ΜΑΚΒΕΘ Εσείς, μεσονυκτιάτικαις, κρυφαίς και μαύραις στρίγλαις, τι πολεμάτε; ΑΙ ΤΡΕΙΣ ΟΜΟΥ Όνομα το έργον μας δεν έχει! ΜΑΚΒΕΘ Σας εξορκίζω, μα αυτήν την μυστικήν σας τέχνην, απ' όπου κι' αν σας έρχεται, να με αποκριθήτε!

Πού θα πάς, μάνα επανέλαβε κλαίουσα. Ω! καίετ' η καρδιά μου! — Μην κλαις!. . . Κάπου θα κρυφτώ, σε καμμιά τρύπα. . . Ησυχία, εσείς, φρόνιμα! ως που να περάση η οργή του Κυρίου! Και λαβούσα το καλάθιον και το ραβδίον της, κατήλθε σιγά. Έκαμε τον σταυρόν της. Αίφνης εκοντοστάθη εις την τρίτη βαθμίδα της σκάλας, και στραφείσα προς την Δελχαρώ, της είπε·

ΡΩΜΑΙΟΣ Ένα δαυλόν εμένα. Εσείς, που έχετ' ελαφρόν κι’ απλήγωτον το στήθος ταις ψάθαις γαργαλίσετε απόψε με τα πόδια . Εγώ το φως θα σας κρατώ, κ' οι άλλοι ας πηδήξουν. Έλα, μη χάνωμεν καιρόν, και φέγγομεν τον ήλιον. ΡΩΜΑΙΟΣ Πώς τούτο; ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Θέλω να ειπώ 'ξοδεύομεν του κάκου τα φώτα, 'σαν να καίωμεν το μεσημέρι λύχνον. Το νόημά μου κύτταξε, και άφηνε τα λόγια.

Τυφλίτες! δε μπαίνετε καλήτερα στις τρύπες σας. — Έτσι το γράφει η μοίρα μας· εψιθύρισε υπομονητικά στενάζοντας ο Γκενεβέζος· να φεύγουμε το φως όπως οι πρώτοι χριστιανοί. Στις κατακόμβες θα κάνωμε τις λειτουργίες μας. — Εσείς μάλιστα· εγώ όμως όχι! διαμαρτυρήθηκε ο Δημητράκης. Κ' εστύλωσε ορθάνοιχτα έξω τα μάτια του, λες κ' ήθελε να λούση με το θαυμαστό πανόραμα την ψυχή του.