United States or Norfolk Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τώρα, όταν ενθυμούμαι το κοντόν εκείνο σχοινίον, από το οποίον εσχοινιάσθη κ' επνίγη η Μοσχούλα, η κατσίκα μου, και αναλογίζομαι το άλλο σχοινίον της παραβολής, με το οποίον είναι δεμένος ο σκύλος εις την αυλήν του αφέντη του, διαπορώ μέσα μου αν τα δύο δεν είχαν μεγάλην συγγένειαν, και αν δεν ήσαν «ως σχοίνισμα κληρονομίας» δι' εμέ, όπως η Γραφή λέγει·

Κ' εγώ μ' εκείνην την πανούκλαν θα χρίσω το σπαθί μου, και άμεσον θα φέρη τον θάνατον, και αν μόνον ξώδερμα τον πάρω. Τι θόρυβος; Έρχεται ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Βασίλισσά μου, τι συμβαίνει; ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Μια συμφορά πατεί κατάφτερνα την άλλην, τόσο έρχονται γοργά. — Λαέρτ', η αδελφή σου επνίγη. ΛΑΕΡΤΗΣ Επνίγη! Ω! πού;

Κείνο βγήκε πολύ θεληματάρικο, απαιτούσε πάντοτε «το δικό του να γένη». Αυτή ήτον πολύ αψίθυμη, και δεν έκαναν καλό χωριό οι δυο τους. Τέλος, το παιδί μπαρκάρησε, «πήρε τα μάτια του κ' έφυγε», και τον δεύτερο χρόνο επνίγη μ' ένα καΐκι που αρμένιζε. Και πάλι η θεια Μορισίνα απέμεινεν έρμη και μοναχή. Και τώρα εγήραζε, κ' εδιψούσε για συντροφιά, μέσα στους τέσσερες τοίχους του σπιτιού της.

Η δευτερότοκος αυτών είχεν εύρει την τύχην της προ της πρωτοτόκου, όταν ήτο μόνον επταέτις, και πριν απέλθη εις την Αμερικήν ο αδελφός της. Η παιδίσκη έκυψεν ολίγον τι βαθύτερα, εγλύστρησε, κ' έπεσε κατά κεφαλής, μέσα εις το νερόν. Η κραυγή της επνίγη, άνθρωπος δεν έτυχε πλησίον εκεί να την ίδη. Μάτην εδοκίμασε να πιαστή από το φρακτόν στόμιον του πηγαδιού. Ετάραξεν, έπλευσεν, εσπαρτάρισεν.

Έφραξε με την χείρα της το μικρόν στόμα, διά να μη φωνάζη, εκύτταξε προς το μέρος της λεχώνας, είτα προς την στρωμνήν εφ' ης έκειτο κουβαριασμένη η γραία. Η φωνή του βρέφους επνίγη. Μίαν χεριάν ακόμη εχρειάζετο να κάμη η Φραγκογιαννού. Με την άλλην χείρα, του έσφιγξε δυνατά τον λαιμόν . . . Είτα εμάζωξε το λεπτόν πανίον διά να το ρίψη πάλιν επάνω της στεφάνης.

Σιμά όμως εις τους άλλους επνίγη και ένας πραγματευτής νέος από την Βαβυλώνα, ονομαζόμενος Σεβάχ ο θαλάσσιος, του οποίου έχω και διαφόρους πραγματείας, ιδού παρούσας με το όνομά του σημειωμένας και έχω σκοπόν να τας πουλήσω και όσα μετρητά πιάσω, γυρίζοντας εις την Βαβυλώνα, θέλω τα εγχειρίσει εις τους συγγενείς του.

Ο απειθής εκείνος και άσωτος υιός, εις καμμίαν ίσως της φοβεράς Γαλλίας εσχατιάν, θα προσεπάθει να γεμίση την κοιλίαν του από των κερατίων αφ' ων ήσθιον οι χοίροι, ουδαμού ακουόμενος, ή ίσως και θα ετελείωσε τας ημέρας του εις τα παγερά της Μαρσίλιας σπιτάλια, αν δεν επνίγη τότε.

Μάλιστα οι άνθρωποι, που αγαπούν τα ρηχά, τρέχουν πολλές φορές σιμά στα βάθη· εκείν' η ίδια δειλιά τους, είτε η οκνηρία, τους σέρνει. ΣΕΒΑΣΤ. Παρακαλώ σε, λέγε· το κύτταγμά σου, η όψη σου, κηρύττουν κάτι σημαντικό, και ένα γέννημα βέβαια, που σου δίνει μεγάλη οδύνη όσο να φανερωθή. ΑΝΤΩΝ. Ιδού, Κύριε. ΣΕΒΑΣΤ. Δεν έχω καμμιάν ελπίδα να μην επνίγη.

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Επνίγη, επνίγη. ΛΑΕΡΤΗΣ Τόσον έχεις νερό, καϋμένη μου Οφηλία, ώστε τα δάκρυα μου να ρεύσουν δεν θ' αφήσω Όμως η φύσις θέλει το δικαίωμά της, κ' η εντροπή δεν ημπορεί να την κρατήση· με τούτ', άμα στερέψουν, θέλει φύγη ό,τ' είναι γυναίκει' αδυναμία. Κύριέ μου, χαίρε· γλώσσαν είχα πυρός, 'πού ν' αναδώση φλόγα ήθελε, αλλά την πνίγει τούτ' η ανοησία.

Και επερίμενε με χαράν «να έλθη ο καλός της». Αλλ' ήλθον μίαν ημέραν αι εφημερίδες όλαι των Αθηνών, αίτινες από του «Νεολόγου» παραλαβούσαι εκόμισαν την θλιβεράν είδησιν ότι ο Νικολάκης του Παπά-Νικόλα επνίγη εις την Μαύρην θάλασσαν. «Τον έφαγαν τα κύματα» όπως έλεγε τα μοιρολόγιον. Είπον όλοι να μη το φανερώσουν.