Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Σεπτεμβρίου 2025


Μέχρις εκείνης της στιγμής περιέφερα το χέρι μου πέριξ του πιάτου. Αλλ' οι ποντικοί συνηθίσαντες εις την ομοιόμορφον αυτήν κίνησιν έπαυσαν να την φοβούνται πλέον. Η αναίδειά των δε έφθανε να μου δαγκάνουν τα δάκτυλα. Με ό,τι απέμεινεν από το λιπαρόν κρέας ήλειψα το σχοινί μου, εφ' όσον έφθανε το χέρι μου. Έπειτα εσήκωσα το χέρι μου επάνω από το έδαφος και έμεινα ακίνητος, κρατών την αναπνοήν μου.

Αίφνης τα άσματα έπαυσαν και υπεράνω της ομηγύρεως εντός κόγχης τινός, σχηματισθείσης διά της εξαγωγής υπερμεγέθους λίθου, εφάνη ο Κρίσπος. Το πρόσωπόν του ήτο πελιδνόν. Όλων οι οφθαλμοί εστράφησαν προς αυτόν, επί τη προσδοκία λόγων παραμυθίας και ελπίδος.

Ο Χαγάνος απέδωκε την πρεσβείαν του Γεωργίου εις απελπισίαν των πολιορκουμένων. Διά να επισπεύση την παράδοσιν της πόλεως εδιπλασίασε τας προσπαθείας του. Έθεσεν εις κίνησιν πάλιν τον στρατόν και τας πολιορκητικάς μηχανάς του, και επί δέκα κατά συνέχειαν ημέρας δεν έπαυσαν αι κατά των τειχών της βασιλευούσης έφοδοί του.

Οι σκύλοι ανεγνώρισαν τον συριγμόν κ' έπαυσαν ευθύς τας υλακάς των. Έμενον όμως εκεί επί τόπου, ατενίζοντες με τους μεγάλους υελώδεις οφθαλμούς των τον Δημήτρην και μόλις τον είδον κινούμενον επανέλαβον τας υλακάς και την επίθεσίν των. — Ρε, αγρίμι νάνε; — Μπα· διαβάτης θα νάνε. — Να μην ένε λύκος; Οι βλάχοι ήρχισαν ν' ανησυχούν τόρα.

Ευρήκα δε και πολλούς άνδρας μετριοπαθείς και φιλοπάτριδας, οι οποίοι επεδοκίμασαν την γνώμην μου και ανεγνώρισαν ότι ήτο αναγκαία τοιαύτη μεταβολή. Τούτους μετεχειρίσθην ως συναγωνιστάς και ευκόλως επέτυχα τον σκοπόν μου. Του λοιπού οι μεν εχθροί μου έπαυσαν τας ταραχάς και έγιναν ευπειθείς, εγώ διηύθυνα την πολιτείαν και η πόλις ήτο ήσυχος.

Οι κλέφται, οι τιμώντες πάντοτε την ανδρείαν, είτε μεταξύ των ομοφύλων είτε μεταξύ των εχθρών την εύρισκον, έπαυσαν ευθύς τους πυροβολισμούς. Και οι Τόσκοι, οι άξιοι αυτών αντίπαλοι, τους εμιμήθησαν προθύμως.

Μετά τας προσβολάς τας οποίας έκαμον κατ' εκείνην την ημέραν και μέρος της ακολούθου έπαυσαν την μάχην· κατά την τρίτην δε ημέραν έστειλαν και μερικά πλοία εις Ασίνην, διά να φέρουν ξύλα προς κατασκευήν μηχανών, ελπίζοντες διά των μηχανών τούτων να κυριεύσουν το προς τον λιμένα τείχος, το οποίον ήτο μεν υψηλόν, παρείχεν όμως ευκολίαν προς απόβασιν.

Το έλεγε και το απεδείκνυεν ατυχώς!. . . Και μία λύπη κατέλαβεν ήδη τον γέροντα· λύπη απ' εκείνας που αφαιρούν του ανθρώπου τα συναισθήματα έως να λησμονή και τον ίδιον εαυτόν του. Τα δάκρυά του έπαυσαν αίφνης.

Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους· και άμ' απ' τον κόπον έπαυσαν κ' ετοίμασαν το γεύμα, εις ταις καθήκλαις, 'ς τα θρονιά, καθίσαν όλοι αράδα. 385 και ως άπλοναντο φαγητόν, έφθασεν ο Δολίος, ο γέρος, με τα τέκνα του, και από τα έργα εγέρναν κοπιασμένοι, ότ' είχε βγη να τους καλέσ' η γραία μητέρα τους η Σικελή, 'που αυτούς είχε αναστήσει, και τώρα τον Δολίον της γεροκομούσε, ως πρέπει. 390 και κείνοι, άμ' είδαν κ' ένοιωσαν ευθύς τον Οδυσσέα, εσταθήκαν, κ' εθαύμαζαν, 'ς το δώμα· τότε κείνος με λόγια γλυκομίλητααυτούς εστάθη κ' είπε· «Γέρε, 'ς το γεύμα κάθισε· μην απορείτε πλέον· απ' ώραν πολλήν πρόθυμα τα χέριατο φαγί μας 395 θάχαμε απλώσει· μόνον σεις να ελθήτ' εκαρτερούμε».

Περί τα εκατόν παιδία του δρόμου ανυπόδητα, τα οποία είχε στρατολογήσει προς μίαν πεντάραν το έν ο Λάμπρος ο Βατούλας, δεν έπαυσαν να φωνάζουν σπαρακτικώς: Ζήτω οι καλοί πατριώταις! Ζήτω ο Αλικιάδης! Ζήτω η νοικοκυρωσύνη!

Λέξη Της Ημέρας

υδραργύρου

Άλλοι Ψάχνουν