United States or Martinique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η γυναικεία της συστολή και ο φόβος ελησμονήθησαν εν τη επιθυμία να εξιλεώση το σφάλμα της. Αναμφιβόλως εφοβείτο την οργήν Του, επειδή ο Νόμος εκέλευεν, ότι η ψαύσις μιας ασθενούς επροξένει ακαθαρσίαν αγνισμού δεομένην, Αλλ' όμως η αφή εκαθάρισεν αυτήν, δεν εμόλυνεν Εκείνον.

Ο Έφις πήγε μια μέρα να τον δει και ανάμεσα στο θόρυβο της μηχανής και στις κινήσεις των χλωμών μορφών μπροστά σ’ ένα φλεγόμενο φόντο, ανάμεσα στο μπλέξιμο των σκιών και στο τρίξιμο των βαρών, του φάνηκε πως διέκρινε μια μικρογραφία του Καθαρτηρίου και τον Τζατσίντο να βασανίζεται ανάμεσα στους κολασμένους, περιμένοντας ωστόσο στο τέλος την εξιλέωση.

Ακόμη και ένα ακορντεόν από μακριά επαναλάμβανε το θρησκευτικό μοτίβο των δοξασιών κι εκείνος αισθανόταν ότι η πορεία του προς την εξιλέωση είχε αρχίσει. Μόλις έφτασε στο ξωκλήσι, ψηλά στη βραχώδη πλαγιά, κάθισε κοντά στην είσοδο και άρχισε να προσεύχεται.

Αυτή η συμπεριφορά του συντρόφου του έθλιβε τον Έφις. Μερικές φορές ένοιωθε τέτοια αηδία που σχεδίαζε να τον εγκαταλείψει, αλλά όταν το ξανασκεφτόταν του φαινόταν ότι η πορεία του προς την εξιλέωση θα ήταν έτσι πληρέστερη και έλεγε στον εαυτό του: «Είναι σαν να οδηγώ έναν άρρωστο, ένα λεπρό. Ο Θεός θα δώσει έτσι μεγαλύτερη προσοχή στην αγαθοεργία μου».

Διάβασέ το ολάκαιρο το βιβλίο, άφησέ το να πη στην ψυχή σου κ' ένα μονάχ' από τα μυστικά του κ' η ψυχή σου ανυπόμονα θα θέλη περισσότερα να μαθαίνη και με φαρμακερό μέλι θα τρέφεται και θα γυρεύη να μετανοιώση για ξένα εγκλήματα, για τα οποία δεν έχει καμμιάν ενοχή και να δίνη εξιλέωση για τρομερές ηδονές που ποτέ δεν εγνώρισε.

Κανένα κάρο περνούσε που και που από τη δημοσιά και στον Έφις ερχόταν η επιθυμία να ζητήσει να τον μεταφέρουν, αλλά αμέσως λυπόταν γι’ αυτό. Όχι, έπρεπε να περπατήσει για την εξιλέωσή του, να φτάσει χωρίς τη βοήθεια κανενός. Αυτό το πρώτο του ταξίδι είχε ένα σκοπό, γι’ αυτό και τον απασχολούσαν ακόμη τα εγκόσμια, να φτάσει σύντομα, να βιαστεί.

Θυμάσαι, λέει, που σου είπα πως δεν πιστεύω να υπάρχη άλλη ζωή έπειτ' από αυτή; Εσύ μ' έκαμες να το πιστεύω. Το πρόσωπό της σκοτεινιάζει ενώ το λέει κ' η φωνή της έχει έναν τόνο οργής που με θλίβει. Το παρατηρεί και για να μ' εξιλεώση πιάνει το χέρι μου, ενώ ξακολουθεί: — Τώρα πιστεύω πως υπάρχει και τώρα γνωρίζω πως μπορεί κανείς ναρχίση να ζη μια τέτοια ζωή εδώ στη γις.

Διότι σχεδόν, φίλοι μου, ούτε εάν κανείς δίδη κάτι εις κάποιον από τα υπάρχοντά του, ούτε εάν αντιθέτως του αφαιρή κάτι, δεν πρέπει να θεωρήσωμεν ως απολύτως δίκαιον ή άδικον το τοιούτον, αλλά μόνον αν με δίκαιον ήθος και τρόπον ωφελεί κανείς κάποιον ή βλάπτει, αυτά μόνον πρέπει να λάβη υπ' όψιν του ο νομοθέτης και να προσέχη εις αυτά τα δύο, εις την αδικίαν και την βλάβην, και όσον μεν είναι δυνατόν να επανορθώνη με τους νόμους του την βλάβην, σώζων το καταστραφέν και σηκώνων επάνω το ριφθέν κάτω από κάποιον και επαναφέρων εις την υγείαν το δολοφονηθέν ή πληγωθέν, τέλος δε διά δώρων να εξιλεώση εμπρός εις τους δράστας και τους παθόντας εκάστην βλάβην και από εχθρούς να προσπαθήση να τους κάμη φίλους με τους νόμους.

Του φαινόταν ότι καθόταν ακόμη μπροστά στην καλύβα του στο κτηματάκι και άκουγε το θρόισμα των καλαμιών, και ήταν η φωνή της καρδιάς του που του έλεγε: «Έφις, εάν βρίσκεσαι εδώ για πραγματική εξιλέωση, γιατί φοβάσαι μην σ’ αναγνωρίσουν; Να σηκωθείς, όταν περάσει το αφεντικό σου, και να τον χαιρετήσεις».

Ο αέρας του απομεσήμερου μετέφερε μυρωδιές από αρωματικά φυτά και πού και πού κάποια φωνή, κάποιον ήχο μακρινό. Η γαλήνη εκείνη μεγάλωνε την ανησυχία του Έφις. Για πρώτη φορά του φανερωνόταν καθαρά, όπως εκείνος εκεί ο βράχος στο βουνό μέσα στο διάφανο αέρα, το λάθος της πορείας του προς την εξιλέωση. Όχι, δεν ήταν εκείνο που είχε ονειρευτεί.