Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025
Τον Μανώλη παρηγόρει η ιδέα ότι τώρα τουλάχιστον θα κατώρθωνε να βλέπη την Πηγήν, ήτις παρέμενεν εις το σπίτι εργαζομένη προς συμπλήρωσιν των προικιών της. Αλλ' ελογάριαζε χωρίς τον γέροντα με το τουρλωτό φέσι. Μιαν ημέραν, υποκλέψας ολίγας στιγμάς εκ της εργασίας του, έτρεξεν εις την οικίαν του Θωμά, όπου εύρε την Πηγήν υφαίνουσαν. Η κόρη εστράφη και τον υπεδέχθη με ακτινοβόλημα χαράς.
Ελογάριαζε με κάποιο δικαιολόγημα, πως ανίσως και σε 999 διαφοραίς του μερτικού του, αβγάτιζε από άλλαις τόσαις απορίαις, οπού είχε στα σημειώματου για πάσα μια διαφορά, και πως ανίσως οι συντρόφοι του, κατά πως έπρεπε να το υποθέτη, είχαν δουλέψει το γένος με την ίδιαν επιμέλειαν, αυτή η δουλιά, με ψιλόν λογαριασμόν, δεν είχε ξετελειωμούς στον αιώνα.
Ο πρωτότοκος του, ο Αριστόδημος, έδειξε από μιας αρχής πως έμοιαζε του πατέρα του στα όνειρα. Ούτε θέληση ούτε ενθουσιασμός του έλειπε για να συνεχίση το έργο εκεινού. Είχε βέβαια κρίση και μόρφωση αρκετή για να το βλέπη δύσκολο· μα η ψυχή του δεν ήθελε να το παραδεχτή και αδύνατο. Ο δεύτερος, ο Δημητράκης, ήταν ακόμη άγουρος και δεν τον ελογάριαζε κανείς· φαινότανε αψής και ανυπάκουος.
Άμα τάκουσεν ο Δάφνης γίνεται έξωφρενών κ' έκλαψε, αφού κάθησε χάμου, λέγοντας ότι θα πεθάνη, αν δε μένη πια μαζί του η Χλόη· κι όχι μονάχα αυτός παρά και τα γίδια ύστερ' από τέτοιονε βοσκό. Κατόπι, αφού συνήρθε, πήρε θάρρος και στοχαζόταν, ότι θα καταπείση τον πατέρα της κ' ελογάριαζε έναν από τους γαμπρούς και τον ατό του και παράλπιζε πως θα φανή καλύτερος από τους άλλους.
Μα αν έκοβε τα δέντρα, θα πιανόταν από το χτύπο· για τούτο έβαλε στο νου του να χαλάση τα λουλούδια. Αφού λοιπόν εφύλαξε τη νύχτα κ' επήδησε το φράχτη, άλλα εξερρίζωσε, άλλα έκοψε κι άλλα τα ετσαλαπάτησε σαν αγριογούρουνο· κ' ύστερα έφυγε χωρίς να τόνε νοιώση κανένας. Κι ο Λάμωνας μπαίνοντας την άλλη μέρα στο περιβόλι, ελογάριαζε να τα ποτίση από την πηγή.
Εν τούτοις ο καιρός έφευγεν, ως φεύγει το κύμα, και αι θυγατέρες της Γερακούλας εμεγάλωναν. Ούτω, θυγατέρας της Γερακούλας, τας απεκάλει και ο γέρων πατήρ. Ο καπετάν-Θοδωρής δεν ελογάριαζε πλέον τον εαυτόν του μεταξύ των ζώντων. — Δεν με πετάτε, καϋμένες, 'ς το γιαλό! Έλεγεν ενίοτε βαρυθυμών. — Χριστός και Παναγία, καπετάν-Θοδωρή μου! εφώνει η σύζυγος.
Εκαλαναρχούσα λοιπόν εις τα δεξιά, σαν αηδόνι 'ς όλον τον Κανόνα . Ο πατέρας μου ευχαριστημένος γιατί μ' εκαμάρωναν όλοι, ντόπιοι και ξένοι, για την γλυκειάν φωνήν μου, εκαμάρονε και αυτός, ξηροβήχων, και συγχρόνως ελογάριαζε, με τον νουν του, τα ασημένια οπού θα εσύναζα κατόπιν. Αλλ' όσον επλησίαζεν η εννάτη ωδή του Κανόνος , τόσον εκόμπιαζα από τον φόβον μου.
Ο Νορμανδός, χάρη σε άλλα τρία μικρά διαμάντια έγινε ο πιο φιλοφρονητικός άνθρωπος του κόσμου, μπαρκαρίζει τον Αγαθούλη και τους ανθρώπους του στο καΐκι, που επρόκειτο να κάνη πανιά για το Πόρτσμουθ της Αγγλίας. Δεν ήτανε βέβαια ο δρόμος της Βενετίας· αλλ' ο Αγαθούλης πίστευε, πως θα γλύτωνε από την κόλαση· κ' ελογάριαζε να ξαναπάρη το δρόμο για τη Βενετία σε πρώτη ευκαιρία.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν