Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Ιουνίου 2025
Ελθούσα λοιπόν η Φερετίμη εις την Αίγυπτον, εκάθισεν ικέτις εις την οικίαν του Αρυάδνου, παρακαλούσα αυτόν να την βοηθήση και προφασιζομένη ότι ο υιός της εφονεύθη διά την προς τους Μήδους αφοσίωσίν του. Ο δε Αρυάνδης ούτος ήτο διοικητής της Αιγύπτου, διορισθείς υπό του Καμβύσου· μετά ταύτα όμως ο Δαρείος τον εθανάτωσε διότι ηθέλησε να εξισωθή με αυτόν.
Η πρώτη ελθούσα αυτώ ιδέα ήτο να αποταθή προς τους ιππείς και να ζητήση την βοήθειαν, ης είχεν ανάγκην. Ουδεμίαν αντίληψιν ή ανάμνησιν είχε των λόγων του αγνώστου, δι' ων υπηνίχθη διώκτας της μικράς κόρης επερχομένους. Αλλ' όμως συνέλαβεν αόριστον τινα φόβον, και εσκέφθη ότι ουχί παρά των διαβατών, οίτινες δεν είχον προφανώς τα μέσα, αλλά παρά των εν οίκω ώφειλε να ζητήση βοήθειαν.
Εφόρει δε αλλόκοτον εσθήτα, ασυνήθη εις τον τόπον, και ελθούσα Κυριακήν τινα πρωί έκρουσε την θύραν της καλύβης. Η Αϊμά ήτο μόνη. Η μήτηρ Αθιγγανίς είχεν ακολουθήσει τους δύο υιούς της και τον άνδρα της εις την συνήθη εκδρομήν. Εγερθέντες λίαν πρωί εφορτώθησαν πυράγρας, εσχάρας, καρφία και άλλα τεχνήματα, και απήλθον ίνα τα πωλήσωσιν εις τα περίχωρα. Η δε Αϊμά μόλις είχεν εγερθή και ενεδύετο.
Πλην των μελών της οικογενείας, ουδείς άλλος εκάλει αυτήν ονομαστί. Οι άλλοι την ωνόμαζον Γυφτοπούλαν. Αλλά τώρα ήτο γυναικεία φωνή, φωνή εύηχος και μειλιχία, ήτις κατ' ουδέν ωμοίαζε με την βραγχνήν φωνήν της μητρός της. Τις άρα ηδύνατο να είνε; Η Αϊμά εβράδυνεν ολίγον να μεταβή προς την θύραν. Η ξένη επανέλαβεν· — Άνοιξε, σε παρακαλώ, Αϊμά. Η κόρη, χωρίς να αισθανθή φόβον, ελθούσα ήνοιξεν.
Ήτο αφηρημένη όλην την ημέραν. Αι μοναχαί παρεπονούντο ότι το παρατεθέν αυταίς γεύμα ήτο άβραστον και ανάλατον. Η αδελφή Κλάρα, μία των φρονιμοτέρων καλογραιών, ελθούσα όπως τη μεταβιβάση παραγγελίαν τινά της ηγουμένης, ηναγκάσθη να επιστρέψη άπρακτος. Η Βεάτη δεν είχε την δύναμιν ν' ακούση, ουδέ να εννοήση τι. — Λοιπόν τι να της είπω; ηρώτησεν η αδελφή Κλάρα. — Ποίας; είπεν αλλόφρων η Βεάτη.
Ελθούσα λοιπόν αύτη τω είπε· «Παιδίον, προτιμάς να ιδής την εξουσίαν μεταβαίνουσαν εις άλλας χείρας και την οικίαν μας διασκορπιζομένην, ή να έλθης και την παραλάβης συ; Επίστρεψε εις την οικίαν και παύσον τιμωρών σεαυτόν· η επιμονή είναι δυσάρεστον πράγμα· μη ζητής να θεραπεύσης το έν κακόν διά του άλλου.
Η γραία εκοιμάτο, αλλά δεν άργησε να εξυπνήση, κ' ελθούσα ήνοιξε την θύραν, χωρίς, αυτήν την φοράν, να ερωτήση τις είναι, ίσως διότι ήτο μισοκοιμισμένη κ' ενήργει ως εν υπνοβασία μηχανικώς, ή είχε την εντύπωσιν ότι ουδείς άλλος ηδύνατο να είναι ειμή ο γαμβρός της. Η Φραγκογιαννού έσπευσε να εισέλθη. — Το κοφίνι μ' πλειό, ξέχασα απ' τη βία μου, εψές, είπε. Το είδες; Είναι πουθενά; Πού τώχεις;
Ο μεταξύ του γέροντος και εμού διάλογος εκινδύνευε να παύση ολοσχερώς, ότε η γραία υπηρέτρια, επικαίρως ελθούσα, έφερε δίσκον περιέχοντα, εκτός του γλυκού και του καφέ, ζυμαρικά και αμύγδαλα και σύκα. Η Κυρία Σοφία δεν ηνείχετο να μη πάρωμεν τίποτε μέχρι της αύριον. Το κατ' εμέ δεν επέδειξα επιμονήν ούτε ακαταδεξίαν.
ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Μάθετε λοιπόν ότι ήλθον εδώ με την απόφασιν να τας δεχθώ, αλλ' ο Μάρκος Αντώνιος με ηρέθισέ πως. — Καίτοι δε καταβιβάζω την αξίαν της πράξεως αναφέρων αυτήν, ουχ ήττον πρέπει να μάθης, Αντώνιε, ότι, όταν ο αδελφός σου επολέμει κατά του Καίσαρος, η μήτηρ σου ελθούσα εις Σικελίαν έτυχε παρ' εμού φιλικωτάτης υποδοχής.
Κάτω εις την άκραν ιστάμενοι, όπου διηνοίγετο ευρύ χωράφιον γειτονικόν, εθεώντο συντροφίαν πολυάριθμον τριών-τεσσάρων οικογενειών συγγενικών, αίτινες άρτι εξεπέζευον με θορυβώδη χαράν και γέλωτας και άσματα, ελθούσαι να διασκευάσωσι την φαιδράν της πρωτομαγιάς ημέραν. — Κορίτσια! επανελάμβανεν η γραία εγγύτερον ελθούσα, αύριον θα θειαφίσωμε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν